image Ανάπτυξη με αυξημένους μισθούς & πολλές νέες θέσεις εργασίας. Ο καθένας να συνεισφέρει στη βάση των δυνατοτήτων του image Στους Αμπελόκηπους: Διάλογος και άμεση επαφή με τους πολίτες

Δίνουμε τη συλλογική μάχη με μια και μόνη μέριμνα: Το κοινό καλό

Συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον δημοσιογράφο Νίκο Παπαδημητρίου

Από ποια αφετηρία, με ποιες προϋποθέσεις, εισέρχεται στη «μάχη» των εθνικών εκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ, κύριε υπουργέ;

O ΣΥΡΙΖΑ κατέρχεται σε αυτή τη μάχη με τα πεπραγμένα και το σχέδιό του για την επόμενη μέρα της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πολιτική δύναμη που ανέλαβε μια χώρα χρεοκοπημένη και κατάφερε να επιτύχει την οριστική έξοδο από τα μνημόνια, μείωσε σχεδόν 10 μονάδες την ανεργία, επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ξεκίνησε τη μεγάλη προσπάθεια για την επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας, αύξησε τον κατώτατο μισθό, έδωσε ανάσα στις λαϊκές τάξεις και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, έστησε στα πόδια τους τις διαλυμένες δομές στην υγεία, την παιδεία και την πρόνοια.

Και σήμερα, με όλα αυτά τα κεκτημένα, ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει ένα συνολικό σχέδιο για τη δίκαιη και συμπεριληπτική ανάπτυξη, την εργασία, τις στοχευμένες φοροελαφρύνσεις για όσους σήκωσαν δυσανάλογα βάρη την περίοδο της κρίσης, το μετασχηματισμό του κράτους και την προστασία του περιβάλλοντος. Τώρα έχει έρθει η ώρα για γενναίες τομές, για να τελειώνουμε με τις ολέθριες συνέπειες της κρίσης και να μετατρέψουμε τη χώρα σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή δημοκρατία του 21ου αιώνα.

Πιστεύετε δηλαδή -για να χρησιμοποιήσω έναν μπασκετικό όρο- ότι θα κλέψετε τη νίκη στην τελευταία επίθεση;

Μάλλον πρόκειται όχι για την τελευταία επίθεση, αλλά για το δεύτερο ημίχρονο. Στο πρώτο, αν θέλετε να μιλήσουμε έτσι, ο αντίπαλος αξιοποίησε δικά μας λάθη και αστοχίες. Στο δεύτερο όμως, αυτά δεν πρόκειται να συμβούν. Γιατί έχουμε και πλάνο και ομάδα και έναν άνθρωπο που ξέρει πάντα να ηγείται στα δύσκολα.

Πάντως, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών κατέδειξε ότι υπήρχε μια παγιωμένη κατά της κυβέρνησης άποψη στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων και τα διλήμματα που η παράταξή σας έθεσε στο «παρά ένα» των εκλογών, δεν ήταν αρκετά να αντιστρέψουν τις προβλέψεις…

Η εξήγηση του εκλογικού αποτελέσματος δεν μπορεί να ανάγεται σε μια και μόνο αιτία. Αυτό θα ήταν μια υπεραπλούστευση που δεν θα βοηθούσε ούτε εμάς αλλά ούτε και κανέναν άλλο να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα για την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Νομίζω ότι τουλάχιστον στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έγινε μια αναλυτική συζήτηση και βγήκαν πολιτικά συμπεράσματα που αποτελούν χρήσιμα εφόδια στη νέα φάση. Περισσότερη έμφαση στον προγραμματικό λόγο, ανάδειξη των πεπραγμένων της τετραετίας αλλά και αναλυτική περιγραφή των πολιτικών και κοινωνικών διαχωριστικών γραμμών με την ΝΔ. Διότι, ξέρετε, τα διλήμματα δεν τα θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά η ίδια η πραγματικότητα.

Σήμερα τίθενται δύο σχέδια στην κρίση των πολιτών. Το ένα εκφράζεται από το κόμμα που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και σήμερα μιλάει για την ανάγκη συντριβής της εργασίας, κλείνει το “μάτι” στην παραβατικότητα, θεωρεί εμπόδιο την περιβαλλοντική νομοθεσία και βάλλει ευθέως ενάντια στο κοινωνικό κράτος. Από την άλλη, έχουμε το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή της παράταξης που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και το οποίο μιλά συγκεκριμένα για μια ανάπτυξη για όλους, με νέες καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μείωση φορολογικών βαρών για τον κόσμο της παραγωγής, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Ο ελληνικός λαός, ελεύθερα και κυρίαρχα, θα επιλέξει ποιο σχέδιο τον εκφράζει. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για δύο ξεκάθαρα, εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά σχέδια.

Εξαγγείλατε 500.000 νέες δουλειές εντός τετραετίας. Από πού, πώς, σε ποιους τομείς θα προκύψουν όλες αυτές;

Εκεί που η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα. Στις νέες τεχνολογίες, την καινοτομία, τις επενδύσεις στις ΑΠΕ και την πράσινη ενέργεια, τον αγροδιατροφικό τομέα, τον τουρισμό, την εστίαση, τη βιομηχανία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ως το 2019, στη χώρα δημιουργήθηκαν 400.000 νέες θέσεις εργασίας ενώ την ίδια στιγμή η μάχη κατά της απλήρωτης και της μαύρης εργασίας άρχισε να αποδίδει καρπούς. Θυμίζω πως την αμέσως προηγούμενη τετραετία, ως το 2014, είχαν χαθεί 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Η διαφορά είναι χαώδης. Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα και να κατευθύνουμε ακόμα περισσότερους πόρους, είτε μέσω των ΕΣΠΑ, του ΠΔΕ, της νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας, για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίες. Σε συνδυασμό με ένα νέο φορολογικό πλαίσιο το οποίο πέρα από ευνοϊκότερο θα είναι και σταθερό, ώστε να ευνοηθούν οι επενδύσεις μακράς πνοής που έχει ανάγκη η χώρα. Έχουμε και τη γνώση και το σχέδιο και την ικανότητα να πετύχουμε το στόχο του μισού εκατομμυρίου νέων θέσεων εργασίας.

Η ΝΔ προσπαθεί με θολά συνθήματα και διακηρύξεις να μιλήσει για κάτι ανάλογο, χωρίς όμως να έχει ούτε τον τρόπο ούτε και τη βούληση αν θέλετε για να το πετύχει. Γιατί είναι πραγματικά οξύμωρο να μιλά για καλύτερες δουλειές ένα κόμμα που το 2012 σε ένα βράδυ, με νόμο, μείωσε κατά 22% τον κατώτατο μισθό και κατά 32% για τους νέους. Είναι οξύμωρο το κόμμα που βύθισε μαζί με το ΠΑΣΟΚ τη χώρα σε αθροιστική ύφεση ύψους 25% από το 2010 ως το 2014, να μιλά για 4% ανάπτυξη κατ’ έτος. Αλλά σε κάθε περίπτωση αυτά θα τα κρίνουν οι πολίτες στην κάλπη.

Όμως και ο κ. Μητσοτάκης επενδύει στην αλλαγή κλίματος, με λιγότερους φόρους και περισσότερη ανάπτυξη, όπως αναφέρει. Κάνει δε, λόγο για κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων. Γιατί αντιδράτε, τότε, στο σχέδιο του αντιπάλου σας;

Σας είπα και προηγουμένως: Η βασική αρχή του προγράμματος της ΝΔ είναι ότι για να έρθει η ανάπτυξη απαιτείται η μείωση των μισθών, η κατάργηση των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η σαρωτική μείωση των φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αφού λοιπόν γίνουν όλα αυτά και καταργηθεί κάθε θεσμικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας θα εναπόκειται στην καλή θέληση της μεγάλης εργοδοσίας να «φροντίσει και τους εργαζόμενους», μια φράση που επαναλαμβάνει διαρκώς ο κύριος Μητσοτάκης.

Αυτή η πολιτική όπου έχει εφαρμοστεί δεν είχε απλώς καταστροφικά κοινωνικά αποτελέσματα δημιουργώντας τεράστιες ανισότητες και διαρρηγνύοντας την κοινωνική συνοχή αλλά ήταν ταυτόχρονα οικονομικά και αναπτυξιακά αναποτελεσματική. Δείτε το παράδειγμα της Αργεντινής όπου εφαρμόστηκε ένα παρόμοιο πρόγραμμα και η κατάληξη ήταν η επιστροφή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Για αυτό και η γνώμη μου είναι ότι οι πολίτες θα πρέπει να στέκονται με μεγάλη επιφύλαξη απέναντι στις προτάσεις και τις υποσχέσεις του κυρίου Μητσοτάκη.

Υποστηρίζετε δηλαδή ότι κάποιοι συμπολίτες μας -αλήθεια, ποιοι;- θα πληγούν από το πρόγραμμα του κυρίου Μητσοτάκη, εφόσον εκλεγεί; Και, πως κάποια από τα θετικά μέτρα της κυβέρνησης τίθενται εν αμφιβόλω με κυβέρνηση Μητσοτάκη;

Με μια γρήγορη ματιά και εκτός από τους μισθωτούς, όσοι χρησιμοποιούν τα δημόσια νοσοκομεία, όσοι στέλνουν τα παιδιά τους στα δημόσια σχολεία, όσοι λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα είτε ως αποκλειστικό τους εισόδημα είτε ως επιπλέον ενίσχυση στο μισθό τους θα χάσουν από την πολιτική της ΝΔ. Οι 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχοι επίσης, που ήδη υπέστησαν τεράστιες απώλειες από την ανεύθυνη διαχείριση των κυβερνήσεων ως το 2014. Αυτές είναι οι κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν αν εφαρμοστούν μονάχα τρεις από τις βασικές δεσμεύσεις του κ. Μητσοτάκη.

Η επαναφορά του κανόνα, 1 πρόσληψη για 5 αποχωρήσεις στο Δημόσιο, ο περιορισμός των δαπανών για την κοινωνική πολιτική, η δημιουργία ενός ασφαλιστικού συστήματος που βασίζεται στον ιδιωτικό πυλώνα ασφάλισης που θα θέσει σε κίνδυνο δύο εκατομμύρια επικουρικές συντάξεις. Πάρτε μόνο το εξής παράδειγμα: Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει και υλοποιεί ήδη την πρόσληψη 15.000 εκπαιδευτικών. Αν η ΝΔ εφαρμόσει το 1 προς 5, αυτό σημαίνει ότι οι προσλήψεις αυτές θα μπορούν να γίνουν μόνο εφόσον αποχωρήσουν 75.000 δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή μετά από δέκα χρόνια. Πόσα σχολεία θα μείνουν αλήθεια χωρίς δασκάλους μέχρι τότε;

Ως προς τα θετικά μέτρα για το 2019 και το 2020, ήδη μετά τις ευρωεκλογές, αμφισβητούνται από διάφορους πρόθυμους στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Δεν είναι κρυφό το σχέδιο κάποιων να επιστρέψει η Ελλάδα στο καθεστώς της σκληρής λιτότητας και να ανατραπούν όλες οι κατακτήσεις των τελευταίων ετών. Δεν είναι άλλωστε ίδια τα συμφέροντα του ελληνικού λαού με αυτά της τραπεζικής και επιχειρηματικής ελίτ σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Να κλείσω με κάποια προσωπικά ερωτήματα; Όλα αυτά τα χρόνια που είναι στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, ήσασταν ο υπουργός, ή από τους υπουργούς έστω, που ήσασταν πολύ κοντά στον πρωθυπουργό. Πρώτα από όλα, ποιος είναι ο προσωπικός σας απολογισμός;

Δεν νομίζω ότι είναι τώρα η ώρα των απολογισμών, προσωπικών ή συλλογικών. Τώρα έχουμε μπροστά μας την μάχη της 7ης Ιουλίου στην οποία κρίνεται το μέλλον της χώρας, η ζωή και η καθημερινότητα των πολιτών. Μετά τη μάχη θα κάνουμε όλοι μας το συλλογικό απολογισμό, όπως πάντοτε κάνει η Αριστερά.

Πολλές οι κρίσεις που διαχειριστήκατε από τη θέση σας, κύριε υπουργέ, μπορείτε να μας αφηγηθείτε μια στιγμή, ένα γεγονός με τον πρωθυπουργό, που θα σας μείνει αλησμόνητο. Από αυτά που λέγονται…

Δεν υπάρχει ένα και μόνο γεγονός, ούτε θεωρώ ότι κλήθηκα να διαχειριστώ κάτι ατομικά. Αυτά τα χρόνια αποτέλεσαν μια συλλογική μάχη που την δώσαμε και συνεχίζουμε να την δίνουμε με μια και μόνη μέριμνα: το κοινό καλό, όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς στο χώρο της αριστεράς.

Και τώρα, από την εκπροσώπηση της κυβέρνησης, τώρα σε άλλο πόστο, στην Α’ Αθηνών, διεκδικώντας το σταυρό των ψηφοφόρων. Πόσο διαφορετικές είναι οι απαιτήσεις των δύο θέσεων;

Τόσο η θέση του υποψηφίου, όσο και αυτή του εκπροσώπου απαιτούν την καθημερινή παρουσία, την έκθεση και τη δημόσια τοποθέτηση επί των ζητημάτων. Αυτή είναι μια βασική ομοιότητα και αν θέλετε, το πιο απαιτητικό κομμάτι και στις δύο περιπτώσεις. Η υποψηφιότητα, ωστόσο, είναι πιο ευχάριστη, διότι είσαι διαρκώς σε επαφή με τους ανθρώπους αυτής της πόλης, με τους πραγματικούς πρωταγωνιστές που μπορούν και να σου δώσουν δύναμη για τα καλά αλλά και να σε ταρακουνήσουν για τα άσχημα.

Όμως σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για «αγώνα για το σταυρό». Δεν δίνουμε έτσι εμείς τις μάχες μας. Πρόκειται για μια συλλογική μάχη που δίνουμε σε ολόκληρη την Ελλάδα για ένα κοινό σκοπό, όχι για τον καθένα υποψήφιο μεμονωμένα. Και σε τελική ανάλυση, για να μιλήσουμε και πάλι μπασκετικά, σημασία έχει να κερδίσει η ομάδα και όχι αν θα βάλεις 20 ή 30 πόντους.