Στην εκπομπή: “Τι λέει ο νόμος” στο Κανάλι της Βουλής
«Ήδη από την ψήφιση του ν.5108 του 2024 από τη μεριά της Νέας Αριστεράς είχαμε διαφωνήσει με την επιλογή της κυβέρνησης για τη συγχώνευση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή την ενοποίηση Πρωτοδικείων και Ειρηνοδικείων, διότι οδηγούσε σε πολύ μεγάλα προβλήματα, όχι μόνο προβλήματα υποδομής, αλλά προβλήματα κατεύθυνσης σε ό, τι αφορά τη λειτουργία πια της Δικαιοσύνης» σημείωσε ο Βουλευτής Α΄ Αθήνας Δημήτρης Τζανακόπουλος σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο Κανάλι της Βουλής.
Και συνέχισε επ΄ αυτού: «Να θυμίσω ότι η κατεύθυνση για την συγχώνευση του 1ου βαθμού δικαιοδοσίας με κλείσιμο 47 Ειρηνοδικείων και στη συνέχεια η επιλογή αυτή για την συγχώνευση Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων σε όλη τη χώρα αποτέλεσε επιλογή της κυβέρνησης, η οποία προέκυψε μετά από μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το ερώτημα που τέθηκε στους αρμόδιους υπουργούς ήταν για ποιο λόγο επιλέχθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως μοναδικός σύμβουλός του για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο η Παγκόσμια Τράπεζα» ανέφερε ο Βουλευτής και επεσήμανε: «Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ένας οργανισμός γνωστός για τις νεοφιλελεύθερες απόψεις που κυριαρχούν στο εσωτερικό του. Και η μελέτη αυτή έδειχνε σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ότι δηλαδή η μεταρρύθμιση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να αποσκοπεί στη μείωση των δαπανών και της δημοσιονομικής δαπάνης για τη Δικαιοσύνη. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: για ποιο λόγο δίδεται μια τέτοια κατεύθυνση, τη στιγμή που η χώρα μας είναι τρίτη από το τέλος στη χρηματοδότηση της δικαιοσύνης ανά πολίτη μεταξύ των 27 της Ευρωζώνης. Άρα για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η κατεύθυνση της περαιτέρω μείωσης δαπανών, του περαιτέρω δημοσιονομικού περιορισμού;»
Ο Δ. Τζανακόπουλος ξεκαθάρισε ότι «το δεύτερο ζήτημα της συγκεκριμένης μεταρρυθμιστικής επιλογής στοχεύει στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης για μεγάλες επιχειρήσεις και μεγάλους επενδυτές και αφήνει τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών έξω από αυτήν την προσπάθεια. Διότι ο απλός πολίτης θέλει το Ειρηνοδικείο που δικάζει υποθέσεις μέχρι 20.000 ευρώ να λειτουργεί με ταχύτητα για να επιλύονται με όσο το δυνατόν λιγότερα έξοδα και με όσο το δυνατόν λιγότερη ταλαιπωρία υποθέσεις οι οποίες εμπλέκουν ακριβώς τους κατοίκους των περιοχών εκείνων στις οποίες λειτουργούν τα Ειρηνοδικεία. Με το που κλείνει ένα Ειρηνοδικείο ή συγχωνεύεται με το Πρωτοδικείο εκεί θα συσσωρεύεται όγκος υποθέσεων, θα προτεραιοποιούνται υποθέσεις μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος και υποθέσεις μικρού οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν την πλειοψηφία των πολιτών θα μένουν πίσω».
Μάλιστα υπογράμμισε: «Το τρίτο ζήτημα αφορά στο ότι με αυτές τις συγχωνεύσεις περιορίζεται η δυνατότητα βιωσιμότητας του μικρού μαχόμενου δικηγόρου. Όταν κλείνουν 47 Ειρηνοδικεία, όταν συγχωνεύονται τα Ειρηνοδικεία με τα Πρωτοδικεία, όταν προωθούνται υποθέσεις μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος και όταν στην Αθήνα έχουμε διάσπαση της δικαστικής διαδικασίας σε πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, ένα μικρό δικηγορικό γραφείο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτήν την πολυδιάσπαση».
Σχετικά με τον χρόνο προσαρμογής σχολίασε ότι «για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία το δικαστικό έτος εκκινούσε 16 Σεπτέμβρη και 10 Σεπτέμβρη δεν ήξεραν ούτε οι δικαστικοί υπάλληλοι, ούτε οι προϊστάμενοι των Πρωτοδικείων, ούτε οι δικηγόροι ποιο είναι το νομικό πλαίσιο της λειτουργίας και για αυτό το λόγο η αποχή».
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του διευκρίνισε: «Το τέταρτο ζήτημα αφορά την περαιτέρω διευκόλυνση των πλειστηριασμών με συγκεκριμένα μέτρα που πάρθηκαν στα άρθρα 45, 46, 47 του προηγούμενου νομοσχεδίου, όπου δινόταν η δυνατότητα να προχωρούν στη διαδικασία πλειστηριασμών, σε μια συνθήκη μάλιστα που η χώρα αντιμετωπίζει τεράστια στεγαστική κρίση. Έχουμε αύξηση των κόκκινων δανείων, ανεξαρτήτως του αν δεν επιβαρύνονται οι τράπεζες. Αυτή τη στιγμή ο μεγάλος όγκος των κόκκινων δανείων ανήκει στα funds λόγω της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας. Οι τράπεζες είχαν εγγεγραμμένα στους ισολογισμούς τους πάρα πολλά κόκκινα δάνεια που έφταναν σε ένα ποσοστό περίπου 70% των συνολικών βιβλίων τους. Πήραν αυτά τα κόκκινα δάνεια και τα μετέφεραν σε funds. Οι τράπεζες κατάφεραν φυσικά να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους, αλλά τα κόκκινα δάνεια είναι εκεί και οδηγούν σε χιλιάδες πλειστηριασμούς».
Κληθείς να σχολιάσει το ζήτημα των κόκκινων δανείων επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έκανε σαφές ότι «υπήρχαν μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες ναι μεν επέτρεπαν τη μεταβίβαση των κόκκινων δανείων, αλλά με συγκεκριμένους όρους και με υψηλότατη φορολογία. Αυτή τη φορολογία ήρθε να την καταργήσει η Νέα Δημοκρατία. Περίπου το 95% των μεταβιβάσεων έχει γίνει από το 2019 μέχρι σήμερα».
Σε ερώτηση της δημοσιογράφου για την νέα υπηρεσία του Υπ. Παιδείας, το δημόσιο ψηφιακό φροντιστήριο, τόνισε: «Υπάρχουν ήδη αντιδράσεις από την ΟΛΜΕ. Είναι μια πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία βρίσκει αντίθετους και τους καθηγητές αλλά και τους μαθητές, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι περιορισμένοι ως προς τις επιλογές τους, διότι με κάποιο τρόπο πρέπει να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Ενώ η ΝΔ και ο κ. Πιερρακάκης πανηγυρίζουν για τις υποτιθέμενες καινοτομίες του υπουργείου Παιδείας, έχουμε τις τελευταίες ημέρες ως πρώτο θέμα στην ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής το ζήτημα των συγχωνεύσεων τμημάτων. Μειώνονται τα τμήματα. Υπάρχει ένας εκπαιδευτικός υδροκεφαλισμός. Υπάρχουν κενά καθηγητών και πανηγυρίζει ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Πιερρακάκης για το ψηφιακό φροντιστήριο; Όταν είμαστε τελευταίοι στη χρηματοδότηση και δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε στοιχειώδεις υποδομές, κάνουμε επικοινωνιακή πολιτική με ψηφιακούς πίνακες και ψηφιακά φροντιστήρια; Αυτό είναι το πρόβλημα της ελληνικής εκπαιδευτικής κοινότητας;»