Πρόκειται για το σ/ν «Σύσταση, συγκρότηση & αρμοδιότητες της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης και άλλες διατάξεις». Είχαν προηγηθεί εισηγήσεις στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης & Δικαιοσύνης στις 2 Απριλίου και την 29 Μαρτίου.
Απομαγνητοφώνηση Πρωτολογίας
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κύριε Πρόεδρε, ακούστηκαν πολλά. Θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει, κατά τη γνώμη μου, μια αναλυτική, σε βάθος και με ανταλλαγή επιχειρημάτων συζήτηση για το νομοσχέδιο αυτό που αφορά την ανασυγκρότηση, αν θέλετε, της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης. Αντ’ αυτού, νομίζω ότι από την Αξιωματική Αντιπολίτευση επελέγη για άλλη μια φορά μία όξυνση, μία ένταση, από την οποία μάλιστα απουσιάζει και το οποιοδήποτε πολιτικό έρμα.
Για παράδειγμα, ακούσαμε μέχρι και ότι η σημερινή Κυβέρνηση κυβερνά δήθεν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Να ενημερώσω την Αξιωματική Αντιπολίτευση ότι από την 31η Δεκεμβρίου του 2015 και μέχρι το καλοκαίρι του 2018 δεν είχε εκδοθεί ούτε μία πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ενώ το καλοκαίρι του 2018 οι δύο Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκαν, αν δεν κάνω λάθος, αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο θετικά μέτρα. Δηλαδή, υπήρξαν μέτρα τα οποία είχαν να κάνουν, πρώτον, με την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, πράγμα για το οποίο υπάρχουν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Αυτή είναι η λογική τους, δηλαδή να εκδίδονται ακριβώς για να γίνονται πάρα πολύ γρήγορα διαδικασίες εξαιτίας ανωτέρας βίας. Κατά δεύτερον, η άλλη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου έδωσε παράταση στη διατήρηση του Φ.Π.Α. στα νησιά που πλήττονται από την προσφυγική κρίση.
Δεν βγάλαμε και καμιά πράξη νομοθετικού περιεχομένου για να μεταβιβάσουμε, για παράδειγμα, μέσα σε μία νύχτα τη δημόσια περιουσία στο ΤΑΙΠΕΔ, όπως είχατε κάνει εσείς. Δεν βγάλαμε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για να εφαρμόζουμε τις διατάξεις που μας επέβαλαν οι δανειστές, όπως κάνατε επί τέσσερα συναπτά έτη κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου. Δεν περνούσαμε νόμους με ένα άρθρο και πεντακόσιες παραγράφους, όπως κάνατε εσείς διότι φοβόσασταν μήπως οι Βουλευτές σας δεν υπερψηφίσουν κάποια υποπερίπτωση του μνημονίου, το οποίο είχατε αναλάβει να εφαρμόσετε.
Επομένως, νομίζω ότι αυτά τα πράγματα καλό είναι να μπαίνουν κάθε φορά στην ορθή τους διάσταση, να ξέρουμε σε ποια σημεία μπορούμε να κάνουμε κριτική –εμείς τη δεχόμαστε την κριτική, τη θέλουμε την κριτική- και σε ποια σημεία είναι προτιμότερη μερικές φορές και η σιωπή, για να μην εκτιθέμεθα.
Τώρα φυσικά στη ανερμάτιστη αυτή κριτική, η οποία έγινε προς την Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να λείπει και ποιος άλλος; Ο κ. Πετσίτης. Δεν είναι ότι δεν το περίμενα, διότι βγάζει μάτι ο λόγος για τον οποίο από την πλευρά της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αναπαράγονται, ίσως και να ενορχηστρώνονται τα fake news που παρουσιάζονται καθημερινά σε δελτία ειδήσεων, σε φιλικές προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση ιστοσελίδες, σε ιστοσελίδες οι οποίες έχουν και αυτές, αν θέλετε, πρωταγωνιστικό πια ρόλο στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει το παλιό πολιτικό καθεστώς, για να γυρίσει πίσω τη χώρα στα μνημόνια, στα ελλείμματα, στο τσάκισμα των μισθών.
Φτάσατε μέχρι και στο σημείο πριν από λίγο να πείτε ότι ήταν η ελληνική Κυβέρνηση -μιας και είπα για μισθούς- που οδήγησε την κατάσταση στην αγορά εργασίας στους μισθούς των 350 ευρώ. Ξεχνάτε ότι πριν από έναν μήνα περίπου αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός κατά 11%, 650 ευρώ, καταργήθηκε ο υποκατώτατος μισθός τον οποίο εσείς είχατε θεσπίσει με την ψήφο σας και με τη συμμετοχή σας στην Κυβέρνηση Παπαδήμου και από τον οποίο υποκατώτατο μισθό προέκυπταν ακριβώς και οι μισθοί των 300 και των 350 ευρώ για τη μερική απασχόληση. Αυτά τα συντρίμμια της αγοράς εργασίας, τα οποία δημιουργήσατε, προσπαθούμε να συμμαζέψουμε με τεράστιο κόπο, με σκληρή δουλειά, δουλειά την οποία εσείς ποτέ δεν είχατε κάνει διότι άλλοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους λειτουργούσατε και με διαφορετικές προτεραιότητες λειτουργούσατε ως κυβέρνηση.
Όμως, για να επανέλθω στο προηγούμενο, ξέρετε γιατί ξαναφέρατε ένα θέμα ανύπαρκτο για την ελληνική Κυβέρνηση στην ημερήσια διάταξη σήμερα, στην ατζέντα των πολιτικών σας τοποθετήσεων; Διότι θέλετε να δημιουργήσετε έναν πολιτικό αντιπερισπασμό σε σχέση με μια πολιτική εξέλιξη της προηγούμενης εβδομάδας. Να σας θυμίσω, λοιπόν, ότι ασκήθηκαν κάποιες ποινικές διώξεις, πήρε το μάτι μου.
Παραγγελίες διώξεων. Φαίνεται τα ξέρετε αρκετά καλά, σας αφορούν εξάλλου. Είναι ποινικές διώξεις –ξέρετε- για τα 200 εκατομμύρια δανεικά και αγύριστα που πήρατε ως Νέα Δημοκρατία. Και μάλιστα γι’ αυτά τα 200 εκατομμύρια δανεικά και αγύριστα, βγήκε η κυρία Ζαχαράκη σήμερα και απάντησε ότι η Νέα Δημοκρατία διαχειρίζεται, λέει, τα οικονομικά της με σύνεση και έτσι ακριβώς σκοπεύει να διαχειριστεί και τα δημόσια οικονομικά. Όπως δηλαδή διαχειρίστηκε τα δικά της οικονομικά η Νέα Δημοκρατία, με λίγα λόγια έβγαλε την κουτάλα, πήρε 200 εκατομμύρια τα οποία τα κράτησε και δεν τα έχει αποπληρώσει -και ούτε πρόκειται, από ό,τι φαίνεται, ούτε υπάρχει καμία διάθεση στο εγγύς μέλλον να τα αποπληρώσει-, με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, μας λέτε σήμερα με περισσό θράσος, ότι με αυτόν τον τρόπο θα διαχειριστείτε και τα δημόσια οικονομικά. Όχι ότι δεν το κάνατε στο παρελθόν. Πόσα και πόσα δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τον τρόπο με τον οποίο το παλιό πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε τους ελληνικούς προϋπολογισμούς, τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων!
Πριν από λίγο καιρό ήρθε μάλιστα με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης στο φως και μια ιστορία όπου κατά την περίοδο του 2006-2010 -δεν ξέρω εάν το θυμάστε- 240 εκατομμύρια δεν δώσατε, δεν βγάλατε τις υπουργικές αποφάσεις για να πληρωθούν από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Και αναρωτιέμαι: τόσο μικρό ποσό είναι τα 240 εκατομμύρια, που δεν το πήρε το μάτι των Υπουργών της τότε Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ότι αυτά τα χρήματα πρέπει με κάποιον τρόπο να επιστραφούν στο δημόσιο, να δοθούν στο δημόσιο; Επομένως, στην κριτική σας θα πρέπει -σας ξαναλέω- να διατηρείτε μία χαμηλότερη ένταση, με δεδομένο το βεβαρημένο παρελθόν που έχετε ως Νέα Δημοκρατία, αλλά και ως συνολικό πολιτικό σύστημα και πολιτικό καθεστώς.
Τώρα, έρχομαι στο νομοσχέδιο και στα βασικά επιχειρήματα που ακούστηκαν εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας για την Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης, ότι δήθεν δεν έχουμε κάνει τίποτα για την κωδικοποίηση, ότι υπήρξαν, όπως μας ειπώθηκε από την εισηγήτρια της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, οκτώ κωδικοποιήσεις οι οποίες δεν προχώρησαν κατά τη διάρκεια της δικής μας Κυβέρνησης, ότι δεν υπήρξε καμία διάθεση να προχωρήσουμε εν πάση περιπτώσει σε αυτές τις πρωτοβουλίες και ότι με δική μας ευθύνη αδράνησε η νομοθετική διαδικασία.
Να σας ενημερώσω, λοιπόν, για τους οκτώ κώδικες που δεν προχώρησαν:
Πρώτον, «Νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή». Ολοκληρώθηκε το 2010. Λόγω σημαντικών νομοθετικών παρεμβάσεων και επειδή δεν καταβλήθηκαν αποζημιώσεις το 2010, ο κώδικας αυτός δεν προχώρησε.
Δεύτερον, σχέδιο «Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου». Ολοκληρώθηκε το 2008. Μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε το 2008. Το σχέδιο του κυρωτικού νόμου είχε σταλεί στους Υπουργούς από τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, αλλά δεν προωθήθηκε ποτέ στη Βουλή.
Τρίτον, «Κώδικας δικονομικών διατάξεων για το Ελεγκτικό Συνέδριο». Παράδοση το 2010, δεν προωθήθηκε ποτέ στη Βουλή.
Έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε. Χρειάζεται νέα επεξεργασία των νομοθετημάτων αυτών. Θα έπρεπε αυτά να τα γνωρίζετε.
Σας πειράζουν αυτά. Σας πειράζουν, γιατί πήγατε να φορτώσετε -αλλά όχι ότι δεν το κάνετε, το κάνετε διαρκώς-, επιχειρείτε να φορτώσετε τις δικές σας ανεπάρκειες, τις δικές σας ευθύνες, τη δική σας απόλυτη αδυναμία, στη σημερινή Κυβέρνηση. Και όταν σας αποδεικνύουμε ότι εσείς έχετε την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική οικονομία, η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό κράτος, αρχίζετε να αντιδράτε.
Θα συνεχίσω τον κατάλογο.
Τέταρτον, «Κώδικας Νομοθετημάτων για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο». Ολοκληρώθηκε το 2011. Δεν προωθήθηκε ποτέ.
Πέμπτον, «Σχέδιο Κώδικα Εργατικής Νομοθεσίας». Δεν ολοκληρώθηκε η κωδικοποίηση ποτέ.
Έκτον, «Κώδικας κανονιστικών πράξεων για υγιεινή και ασφάλεια στους εργασιακούς χώρους». Δεν ολοκληρώθηκε η κωδικοποίηση ποτέ.
Έβδομον, «Κώδικας για το Εθνικό Σύστημα Υγείας». Δεν ολοκληρώθηκε η κωδικοποίηση ποτέ, γιατί; Διότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τότε, αλλά και της Νέας Δημοκρατίας αργότερα, δεν κατέβαλαν τις αποζημιώσεις στους δημοσίους υπαλλήλους, πράγμα το οποίο πήγαν να χρεώσουν πάλι σε μας. Δηλαδή, πράγματα για τα οποία σας ξαναλέω ότι θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί όταν ασκούμε κριτική, διότι εκτιθέμεθα.
Όγδοο, «Κώδικας νομοθεσίας για πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2013. Δεν υποβλήθηκε ποτέ στο Υπουργείο. Τότε δεν ήταν Συριζαίος στο Υπουργείο, τότε ήταν Νεοδημοκράτης στο Υπουργείο Παιδείας.
Τι άλλο μας είπατε; Μας είπατε ότι δεν χρειάζεται ο νόμος, ότι προσπαθούμε να εμποδίσουμε το έργο, λέει, της επόμενης κυβέρνησης με την Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης. Δηλαδή, πέραν του γεγονότος ότι έχετε προεξοφλήσει το εκλογικό αποτέλεσμα και πάλι θα σας έρθει λίγο βαρύ, αλλά εντάξει, θα έχετε καιρό να το επεξεργαστείτε στα τέσσερα επόμενα χρόνια που θα εξακολουθήσετε να βρίσκεστε στα έδρανα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης -το ελπίζω, δεν ξέρω, ίσως να υπάρξει και άλλο κόμμα το οποίο θα σας αντικαταστήσει, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή-, μας είπατε ότι δήθεν έχει ευθύνη η Κυβέρνηση για το γεγονός ότι δεν λειτουργούσε η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης και επίσης ότι προσπαθούμε, λέει, να εμποδίσουμε το έργο της επόμενης κυβέρνησης.
Να σας πω, λοιπόν, τώρα από πού έχει έρθει αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία και ποιοι είναι υπεύθυνοι για αυτήν τη «συνωμοσία» απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, η οποία υποτίθεται ότι θα είναι και η επόμενη κυβέρνηση της χώρας: Είναι ένας Αντεπίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ένας καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μία Σύμβουλος της Επικρατείας, δύο Πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ένας Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύο Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, ένας Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ένας καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ένας Αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο δικηγόροι. Αυτή είναι η ομάδα η οποία «απεργάζεται» αυτό το συνωμοτικό σχέδιο για να εμποδίσει τη λειτουργία της επόμενης κυβέρνησης, δηλαδή η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης, η οποία τι έκανε; Ήρθε και κατέθεσε μία πρόταση στην ελληνική Κυβέρνηση, ότι για να μπορέσει να διευκολυνθεί το έργο της πρέπει να προχωρήσουμε στον εξορθολογισμό και στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας που αφορά τη λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, με βάση τις επεξεργασίες και τις προτάσεις της ίδιας αυτής Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης προχωρήσαμε στην κατάθεση του σημερινού σχεδίου νόμου.
Εσείς από αυτό ανακαλύψατε μια τεράστια συνομωσία που απεργάστηκε η σημερινή Κυβέρνηση για να ασχοληθεί, υποτίθεται, με τις μελλοντικές σας επιθυμίες. Καμία διάθεση τέτοια δεν είχαμε και ήλπιζα ότι θα το είχατε κατανοήσει μέχρι τώρα.
Διότι εδώ υπάρχουν δύο τινά: Ή δεν έχετε καταλάβει καθόλου τι λέει αυτό το νομοσχέδιο και περί τίνος πρόκειται, είτε το έχετε καταλάβει, αλλά επιλέγετε την όξυνση, επιλέγετε την ένταση, για να δημιουργήσετε απλώς και μόνο εντυπώσεις, όπως κάνετε εδώ και τέσσερα χρόνια περίπου. Δηλαδή αντί να κάνουμε έναν δύσκολο τεχνικό και σοβαρό διάλογο, μια συζήτηση συγκροτημένη και ήπια, εσείς επιλέξατε πάλι τις καταγγελίες, τις φωνές και την αντιπαράθεση σε ένα πεδίο το οποίο δεν προσφέρεται για αντιπαράθεση. Μιλάμε για την Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης, για ένα τεχνικό-νομικό θέμα, αλλά και για ένα θέμα το οποίο νομίζω ότι αφορά και ένα ζήτημα δημοκρατίας.
Και για να περάσω τώρα στο νομοσχέδιο αυτό καθαυτό, εμείς δεν το βλέπουμε αυτό το νομοσχέδιο αποκομμένο από τη συνολική στρατηγική της Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πολυνομίας και της κακονομίας, αλλά στο πλαίσιο ενός επιδιωκόμενου εξορθολογισμού συνολικά της ελληνικής έννομης τάξης. Είναι μια στρατηγική για την οποία εκτιμούσα ότι θα υπήρχαν οι πολιτικές προϋποθέσεις για να αποσπάσει τη συναίνεση των κομμάτων. Φαίνεται ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι έτσι, διότι όποιος έχει μια μικρή έστω επαφή με τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, αλλά και τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, θα έπρεπε να συμφωνεί ότι το ελληνικό κράτος πάσχει, και δεν πάσχει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αλλά πάσχει από τη στιγμή της ίδρυσής του. Και υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης.
Όμως, για να συζητήσουμε σοβαρά γι’ αυτές τις δυνατότητες βελτίωσης πρέπει να επισημάνουμε ακριβώς τις αιτίες της πολυνομίας και της κακονομίας, οι οποίες είναι πολλές και διαφορετικές και δεν σχετίζονται πάντοτε με τις βουλήσεις των κυβερνήσεων.
Πρώτον, η νομοκεντρική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η οποία οδηγεί σε μια υπερπαραγωγή νομοθετημάτων, τα οποία συνήθως σχετίζονται με την άρνηση της διοίκησης να ασκήσει τις διακριτικές της ευχέρειες, με την άρνηση της διοίκησης να υλοποιήσει τις συγκεκριμένες αρμοδιότητές της, παρεκτός αν υπάρχει σαφέστατη διάταξη νόμου που θα ορίζει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργήσει. Γι’ αυτό υπάρχει και η «βροχή» των τροπολογιών, όχι αυτήν την περίοδο, αλλά σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ελληνικού κράτους.
Άρα εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ζήτημα απλώς και μόνο πολιτικής βούλησης. Έχουμε να κάνουμε με ένα ζήτημα που σχετίζεται με την ίδια τη δομή του ελληνικού κράτους, με τις ίδιες τις νοοτροπίες οι οποίες έχουν επικρατήσει στο εσωτερικό της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Αυτό βεβαίως είναι μια ιστορικού χαρακτήρα παθογένεια, η οποία δεν αντιμετωπίζεται από τη μία ημέρα στην άλλη ούτε έρχεται η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης να αντιμετωπίσει αυτήν την παθογένεια. Αυτή η παθογένεια αντιμετωπίζεται μόνο με ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.
Μια δεύτερη αιτία όμως -και εδώ αρχίζει η πολιτική πια συζήτηση- έχει να κάνει με τη σκόπιμη διατήρηση -και σε αυτό θέλουμε εμείς να παρέμβουμε- ενός καθεστώτος νομικής ασάφειας. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται εδώ για μια τεχνολογία εξουσίας που το παλιό πολιτικό σύστημα και οι κορυφές της διοίκησης θέλησαν να διατηρήσουν, διότι αυτό αποτελούσε και την προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της κρατικής γραφειοκρατίας αλλά και της πολιτικής διαφθοράς. Και εδώ μπορούμε με τη νομοθεσία την οποία προτείνουμε σήμερα και με την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης να παρέμβουμε και να παρέμβουμε αποτελεσματικά. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε με την εθνική στρατηγική την οποία έχουμε εκπονήσει και η οποία, κατά τη γνώμη μας, εξυπηρετεί ένα πρόταγμα διαφάνειας, ένα πρόταγμα δημοκρατικό, ένα πρόταγμα εκσυγχρονισμού πια της ελληνικής νομοθεσίας και της διοίκησης. Νομίζω ότι εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να δούμε και το σημερινό νομοσχέδιο.
Επιτρέψτε μου να αναλύσω κάποια συγκεκριμένα σημεία πάνω στα οποία υπήρξε συζήτηση εύλογη σε σχέση ειδικά με το ζήτημα της αναμόρφωσης του δικαίου. Υπήρξαν κάποιες επιφυλάξεις ή κάποιες επισημάνσεις ότι ίσως η έννοια της αναμόρφωσης του δικαίου, που αποτελεί ένα εργαλείο καλής νομοθέτησης, ενδεχομένως θα μπορούσε να οδηγήσει σε, αν θέλετε, παραγκωνισμό του Κοινοβουλίου και σε καταργήσεις νόμων ή διατάξεων, χωρίς να ακολουθείται η κοινοβουλευτική διαδικασία.
Αυτή η ανησυχία δεν έχει βάση. Να σας πω το εξής: Το νομοσχέδιο δεν δίνει κατ’ αρχάς έναν δικό του ορισμό περί αναμόρφωσης του δικαίου. Παραπέμπει στα άρθρα 11 και 12 του ν. 4048/2012. Δίνεται στην ΚΕΚ μια ευχέρεια αναμόρφωσης ως παρεπόμενη αρμοδιότητα στα πλαίσια της κωδικοποίησης. Δηλαδή δεν δίνεται μια αυτοτελής βαρύτητα στην αναμόρφωση ως μέσο καλής νομοθέτησης, αλλά μόνο στον βαθμό που η ΚΕΚ αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα αντινομίας ή αντιφατικότητας διατάξεων τις οποίες κωδικοποιεί.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Υπουργού)
Κύριε Πρόεδρε, θα χρειαστώ λίγο παραπάνω χρόνο.
Η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα ούτε παράγει νέους κανόνες δικαίου, αλλά κωδικοποιεί, τηρώντας όμως τους κανόνες καλής νομοθέτησης. Και εδώ υπάρχουν τρεις μορφές κωδικοποίησης, τις οποίες θα προσπαθήσω πάρα πολύ σύντομα να αναλύσω.
Η πρώτη περίπτωση αφορά κώδικες που περιλαμβάνουν διατάξεις τυπικών νόμων και οι οποίοι, εφόσον καταργούνται διατάξεις, θα πρέπει φυσικά να περάσουν από το Κοινοβούλιο, οπότε δεν τίθεται κανένα ζήτημα σε σχέση με την αναμόρφωση.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά κώδικες που περιλαμβάνουν κανονιστικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Ούτε εκεί τίθεται θέμα, διότι ούτως ή άλλως αυτά θα πρέπει να δημοσιευθούν ως προεδρικά διατάγματα μετά από πρόταση του Υπουργού, ο οποίος Υπουργός ούτως ή άλλως έχει την εξουσία να τροποποιεί υπουργικές αποφάσεις ή να προτείνει την τροποποίηση προεδρικών διαταγμάτων. Επομένως, ούτε και εδώ έχουμε σύγκρουση.
Η τρίτη μορφή κωδικοποίησης περιλαμβάνει ενιαίες διατάξεις τυπικών νόμων και κανονιστικών διαταγμάτων και αποφάσεων που εκδίδονται με προεδρικό διάταγμα. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αναμόρφωση, δηλαδή η κατάργηση διάταξης νόμου η οποία θα γίνεται με προεδρικό διάταγμα, ενδεχομένως θα δημιουργούσε ένα είδος αμφιβολίας ως προς την τήρηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Δηλαδή όταν ένα προεδρικό διάταγμα καταργεί διάταξη τυπικού νόμου στο πλαίσιο της αναμόρφωσης, εκεί πιθανότατα να μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι υπάρχει μία αντινομία. Δεν υπάρχει, όμως, διότι σε κάθε περίπτωση υπάρχει ειδική εξουσιοδότηση από τη Βουλή, που δίνει την εξουσία στην Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης να προχωρήσει σε τέτοιου τύπου ήπιες παρεμβάσεις. Αυτό ακριβώς, για παράδειγμα, έγινε στο Προεδρικό Διάταγμα 28/2015, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει ακριβώς της ρητής εξουσιοδότησης νόμου με την οποία προβλέπεται η δυνατότητα απάλειψης των σχετικών διατάξεων που έχουν καταργηθεί.
Άρα έχουμε, λοιπόν, μία εξουσιοδότηση της Βουλής προς την Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης για να καταργήσει διατάξεις με προεδρικό διάταγμα, η οποία όμως εξουσία αυτή της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης προέρχεται ήδη από το Κοινοβούλιο.
Άρα, νομίζω ότι έχουμε τη δυνατότητα ακόμα και αυτήν την ώρα να κάνουμε μία σοβαρή συζήτηση στον δεύτερο κύκλο και να κατανοήσουμε ότι εδώ δεν πρόκειται για πολιτικούς πειραματισμούς αντίστοιχους με αυτούς που έγιναν το 2012, για παράδειγμα, όπου δημιουργήθηκε μια Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου, την οποία την κατάργησε μετά από έναν χρόνο η Κυβέρνηση τότε ΠΑΣΟΚ-Νέας Δημοκρατίας και αυτή ήταν ακριβώς η κίνηση η οποία οδήγησε και στην αδρανοποίηση στη συνέχεια της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, η οποία ανασυστήθηκε μετά την κατάργηση της Επιτροπής Αναμόρφωσης του Δικαίου.
Νομίζω ότι και σε αυτό το σημείο η κριτική είναι απολύτως και άδικη και αμετροεπής, με την έννοια ότι οι θεσμικοί πειραματισμοί, οι πολιτικοί πειραματισμοί, τα πολιτικά κόλπα και τα πολιτικά παιχνίδια δεν γίνονται από τη σημερινή Κυβέρνηση, αλλά έγιναν από την προηγούμενη κυβέρνηση με αυτού του τύπου τις άστοχες και ανεπαρκείς παρεμβάσεις.
Περνάω στο δεύτερο θέμα, στη διεύρυνση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που προτείνεται στο Κεφάλαιο Β΄.
Νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο προτείνεται αυτή η διεύρυνση έχει να κάνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο θέασης των δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα δεν μπορούν να υπερίπτανται της πραγματικής κοινωνίας. Τα δικαιώματα δεν μπορούν να υπερίπτανται των κοινωνικών εκείνων ομάδων, οι οποίες υφίστανται τις διακρίσεις. Άρα λοιπόν, αυτό το οποίο επιχειρείται με αυτήν τη ρύθμιση είναι επιτέλους οι κοινωνικές εκείνες ομάδες οι οποίες βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, οι οποίες βιώνουν τις δικαιωματικές διακρίσεις και βρίσκονται καθημερινά στο πεδίο της διεκδίκησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών να έχουν το δικαίωμα να εκφραστούν εντός της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Θα μπορούσα να μιλήσω πάρα πολύ ώρα για μία σειρά από αιτιάσεις. Θέλω, όμως, να πω μόνο το εξής: Είπα κάποια πράγματα για τις αρχές των Παρισίων. Νομίζω ότι η ενημέρωση που έχει η ENNHRI είναι μονομερής. Αυτό θα διορθωθεί εντός των επόμενων λίγων ωρών, αφού επιλέγεται από τη μεριά του πρώην Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής να διεθνοποιήσει το ζήτημα. Βεβαίως, να διεθνοποιηθεί το ζήτημα, για να ενημερωθούν και οι αρμόδιοι ευρωπαϊκοί φορείς για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε και τον τρόπο με τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, διαχειρίστηκε την Προεδρεία της Εθνικής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η συγκεκριμένη ηγεσία.
Εγώ θέλω να σας πω το εξής σε σχέση με την ανεξαρτησία: Επιμένω ότι ακολουθούμε κατά γράμμα τις αρχές των Παρισίων. Και διαβούλευση υπήρξε. Και ενημέρωση υπήρξε. Το θέμα ήταν ότι η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αποφάσισε διά του Προέδρου της να απέχει από αυτού του τύπου τη διαβούλευση και απαίτησε η διεύρυνση της Επιτροπής -και αυτό βεβαίως φαίνεται και στην επιστολή την οποία μου απέστειλε στις 6 Δεκεμβρίου- να συμπληρώνει η ίδια η Επιτροπή τα μέλη της, ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ούτε από τις αρχές των Παρισίων και πολύ περισσότερο, δεν προβλέπεται και από τον ιδρυτικό νόμο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Όταν, λοιπόν, έκανα την ερώτηση αν η Κυβέρνηση αυτή οποιαδήποτε στιγμή παρενέβη στο έργο της Επιτροπής, η απάντηση ήταν αμέσως αρνητική. Στη συνέχεια, ακολούθησε και ένα σχόλιο: Η Κυβέρνηση –δήθεν- αδιαφόρησε απολύτως για τη λειτουργία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του ανθρώπου αυτά τα χρόνια.
Βεβαίως, όταν ο κύριος Μπαλτάκος απειλούσε ότι θα καταργήσει την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και όταν η Νέα Δημοκρατία, στην προηγούμενη φάση της διακυβέρνησης, την περίοδο 2012 – 2015, την στοίβαξε μαζί με την Επιτροπή Βιοηθικής, δεν είχε την ίδια ευαισθησία να την υπερασπιστεί. Τώρα της προέκυψε της Νέας Δημοκρατίας η ευαισθησία.
Απομαγνητοφώνηση Δευτερολογίας
Κοιτάξτε, εδώ έχουμε τώρα την επιμονή σε μια ακροδεξιά, σε μια ακραία ρητορική, σε μια ρητορική η οποία ταιριάζει απολύτως στη νέα μεταλλαγμένη ακροδεξιά Νέα Δημοκρατία. Είναι ακριβώς αυτός ο τύπος του πολιτικού διαλόγου τον οποίο επιδιώκει η Νέα Δημοκρατία. Διότι απλούστατα, αν επιχειρήσουμε να κάνουμε μία συζήτηση προγραμματικού χαρακτήρα, αυτό το οποίο θα γίνει θα είναι το εξής: Όταν η Νέα Δημοκρατία παρουσιάσει τις προγραμματικές της απόψεις για το μέλλον της κοινωνίας, για το μέλλον του κράτους, η άμεση αντίδραση του οποιουδήποτε θα είναι είτε να ανατριχιάσει είτε να το βάλει στα πόδια.
Επομένως, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, επιλέγεται η πολιτική πρακτική του κιτρινισμού, της παραπολιτικοποίησης, των ψεμάτων και μιας διαρκούς απαξίωσης της πολιτικής ποιότητας του διαλόγου. Ακόμα και όταν ερχόμαστε σε ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, η κριτική που ασκείται είναι το λιγότερο και επιεικώς αδέξια, με την έννοια ότι εδώ ακούσαμε την εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας σε μία ανάλυση η οποία έμπλεξε μέσα σε τρία λεπτά τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τη διαπραγμάτευση, τα capital controls, τις καταθέσεις, το ομόλογο, το ΑΕΠ, όλα μαζί.
Η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να είναι λίγο πιο προσεκτική, κύριε Πρόεδρε και κυρίες και κύριοι Βουλευτές, όταν κάνει αναφορές στο ΑΕΠ.
Την περίοδο από το 2012 έως το 2014 είχαμε 14% μείωση. Προσθέστε και 11% τα δύο προηγούμενα χρόνια. Πήρατε το 25%.
Η χώρα τον Αύγουστο του 2018 βγήκε από το μνημόνιο. Ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί. Αυτήν τη στιγμή, το ελληνικό ομόλογο διαπραγματεύεται στις δευτερογενείς αγορές με χαμηλά δεκαπενταετίας, ενώ το πενταετές ομόλογο βρίσκεται στη χαμηλότερη απόδοσή του από τότε που υπάρχει η ελληνική καμπύλη, δηλαδή από το 1997. Αυτά είναι, λοιπόν, τα δικά μας αποτελέσματα, αυτά είναι τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής, το γεγονός ότι η κοινωνία ανασυγκροτείται, το κοινωνικό κράτος ανασυγκροτείται, οι εργαζόμενοι ενισχύονται ως προς τη διαπραγματευτική τους δύναμη και ως προς το εισόδημά τους. Και επιμένουμε στην πολιτική, επιτέλους αυτή η κοινωνία να κρατηθεί όρθια και να πατήσει στα πόδια της. Νομίζω ότι όταν αντιπαρατιθέμεθα σε αυτό το επίπεδο, το μοναδικό το οποίο απομένει στη Νέα Δημοκρατία είναι η σιωπή.
Έρχομαι τώρα στη συζήτηση η οποία έγινε περί των τροπολογιών και του τρόπου νομοθέτησης αυτής της Κυβέρνησης. Κοιτάξτε, εγώ έκανα μία ανάλυση στην πρωτολογία μου, όπου εξηγούσα ότι αρκετές τροπολογίες, οι οποίες παρουσιάζονται σαν νομοσχέδια, σχετίζονται και με τον νομοκεντρικό τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, χρειάζεται μία μακροπρόθεσμη στρατηγική διοικητικής μεταρρύθμισης, μία στρατηγική δηλαδή η οποία δεν μπορεί να παράξει αποτελέσματα από τη μία μέρα στην άλλη.
Όμως, είναι άλλο αυτό, δηλαδή να έρχονται τροπολογίες οι οποίες επιλύουν επιμέρους θέματα της καθημερινής διοικητικής λειτουργίας και της καθημερινής διοικητικής διαδικασίας και είναι εντελώς διαφορετικό να έρχονται τριακόσιες δεκατρείς τροπολογίες μέσα σε ένα βράδυ και να ψηφίζονται από τούτο εδώ το Κοινοβούλιο επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά. Άρα, λοιπόν, η πολιτική παράταξη των τριακοσίων δεκατριών τροπολογιών σε μία νύχτα δεν έχει το δικαίωμα να κάνει μαθήματα καλής νομοθέτησης στην Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεχίζω με ό,τι αφορά την ΕΕΔΑ.
Έγινε μια συζήτηση σε σχέση με την ανεξαρτησία της Επιτροπής και με το αν και κατά πόσο η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία επηρεάζει ή θίγει, αν θέλετε, την ανεξαρτησία της Επιτροπής.
Η απάντηση ήταν απολύτως σαφής: Οι αρχές των Παρισίων τηρήθηκαν με την έννοια την οποία εξήγησα και προηγουμένως.
Τι προβλέπουν οι αρχές των Παρισίων; Προβλέπουν κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο, ότι δηλαδή η αλλαγή της σύνθεσης της Επιτροπής θα πρέπει να γίνεται με νομοθετική ρύθμιση. Για ποιον λόγο; Δεν πρέπει να ανήκει η αρμοδιότητα της αλλαγής της σύνθεσης της Επιτροπής στην εκτελεστική εξουσία, αλλά στη νομοθετική εξουσία. Ακριβώς αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε. Επομένως, πουθενά δεν υπάρχει παράκαμψη των αρχών των Παρισίων.
Σε ό,τι αφορά τώρα το ζήτημα της προηγούμενης διαβούλευσης, το οποίο θίγεται και στην επιστολή της ENNHRI, να πω το εξής: Η Επιτροπή είχε ενημερωθεί και είχε υπάρξει συζήτηση με εκπροσώπους της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου της, για τις προθέσεις της Κυβέρνησης για τη διεύρυνση της Επιτροπής.
Από εκεί και πέρα, η ίδια η Επιτροπή αποφάσισε διά του Προέδρου της τη μετωπική, αν θέλετε, αντιπαράθεση, αποφάσισε να αρνηθεί τον οποιονδήποτε διάλογο και θεώρησε, πράγμα το οποίο δεν προκύπτει από το ιδρυτικό κείμενό της -εννοώ το ιδρυτικό νομικό κείμενό της, τον ιδρυτικό της νόμο- ότι μόνο η ίδια έχει την αρμοδιότητα να διευρύνει τον εαυτό της.
Εδώ έχουμε μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για το πώς έχουν τα πράγματα και σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις των αρχών των Παρισίων, αλλά και σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις του ελληνικού νόμου.
Επομένως, ούτε το ζήτημα της διαβούλευσης δεν ευσταθεί και, όπως είπα και στην εισαγωγική μου τοποθέτηση, στην πρωτολογία μου, αυτό θα το διευκρινίσουμε με τον πιο σαφή τρόπο και διεθνώς, αφού επιλέχθηκε η συζήτηση να διεθνοποιηθεί.
Βεβαίως, ακούστηκαν πάρα πολλές κριτικές. Εγώ σας επαναλαμβάνω ότι ο λόγος για τον οποίο διευρύνουμε την Εθνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με τις συγκεκριμένες οργανώσεις έχει να κάνει με το γεγονός ότι θέλουμε συμμετοχή στην Επιτροπή και εκείνων οι οποίοι υφίστανται τις διακρίσεις.
Και εδώ θέλω να κάνω ένα σχόλιο. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές σκοπιές. Όμως, αυτή η Κυβέρνηση δεν δέχεται κριτική για απαξίωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου από την πρώην Κυβέρνηση και από το πολιτικό προσωπικό εκείνο που διαπόμπευε οροθετικές γυναίκες στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Σε ό,τι αφορά το πόθεν έσχες για την επισήμανση που έγινε από τη μεριά του εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής, θα ήθελα να πω ότι οι έλεγχοι δεν σταματάνε. Το θέμα είναι ότι δίνεται ένας εύλογος χρόνος στη Βουλή και στον Πρόεδρο της Βουλής, έτσι ώστε να τυποποιηθεί ο τρόπος του ελέγχου. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταματάνε οι έλεγχοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταματάει η Επιτροπή πόθεν έσχες να διενεργεί τους ελέγχους και να ασκεί τις αρμοδιότητές της.
Κλείνω με την Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης. Προσπάθησα να εξηγήσω -αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες οδηγούν στην άρνηση στην πραγματικότητα να ακουστούν επιχειρήματα και να γίνει μια συζήτηση σε βάθος- ότι το νομοθέτημα αυτό ήρθε μετά από πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, η οποία αποτελείται από εξαίρετους νομικούς, δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου. Πρόεδρός της είναι ένας εξαιρετικός και δικαστής και καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου, ο κ. Συμεωνίδης, τον οποίο πρέπει να ευχαριστήσουμε για την προσπάθεια που έκανε στην επεξεργασία αυτού του νομοσχεδίου.
Εδώ δεν πρόκειται απλώς και μόνο για μια πρωτοβουλία της Κυβέρνησης. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία της Κυβέρνησης η οποία έρχεται μετά από προτροπή της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, έτσι ώστε να τη διευκολύνουμε στο έργο το οποίο αναλαμβάνει και το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης, για τη δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στα νομικά κείμενα, για τη δυνατότητα της αποτελεσματικότερης λειτουργίας της ίδιας της δημόσιας διοίκησης με την έννοια ότι η εύληπτη νομοθεσία δεν βοηθά μόνο τους πολίτες, αλλά βοηθάει και την κρατική λειτουργία, έτσι ώστε να επιταχύνει τις διαδικασίες της και λοιπά.
Μου κάνει πραγματικά πολύ κακή εντύπωση το γεγονός ότι επιχειρήθηκε να πολιτικοποιηθεί αυτού του τύπου η νομοθετική πρωτοβουλία με έναν τρόπο ο οποίος δεν αρμόζει και δεν σέβεται, αν θέλετε, και τον κόπο των εξαιρετικά σημαντικών και διακεκριμένων νομικών οι οποίοι συμμετείχαν στην επεξεργασία αυτής της πρότασης.
Με αυτήν την έννοια, εγώ θεωρώ ότι είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο πάει ένα βήμα παραπέρα την προσπάθειά μας και τη στρατηγική μας για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της ελληνικής νομοθεσίας και, με αυτήν την έννοια, καλώ και το Σώμα να το υπερψηφίσει.