ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, άκουσα με προσοχή την ομιλία του κ. Σαμαρά. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το ύφος του. Ήταν ένα ύφος απολογίας, μια ιστορική αναδρομή, πιθανόν για να προσπαθήσει να ζητήσει μια άκομψη συγγνώμη στην κυρία Μπακογιάννη και στον κ. Μητσοτάκη για το γεγονός ότι το 1993 έριξε την Κυβέρνηση του πατέρα τους.
Νομίζω ότι έκανε μια απολογητική αποτίμηση ο κ. Σαμαράς και αποφάσισε για τον εαυτό του ότι τα πήγε καλά στη διαπραγμάτευση για το θέμα του ονόματος την περίοδο 1991-1992. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη ιστορική αποτίμηση για τις αποδόσεις του κ. Σαμαρά εκείνη την περίοδο, που έχει έρθει από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια σε μια συνέντευξή του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο κ. Μητσοτάκης είπε για τον κ. Σαμαρά, ο οποίος πριν από λίγο μας δήλωσε ότι τα πήγε πολύ καλά στη διαπραγμάτευση, ότι «Ο κ. Σαμαράς τα έκανε μούσκεμα». Αυτή ήταν η ιστορική αποτίμηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τον κ. Σαμαρά, που χειροκροτούσατε όλοι μαζί πριν από λίγη ώρα εδώ.
Ο κ. Σαμαράς, με τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την όλη διαδικασία της διαπραγμάτευσης τότε, αποσταθεροποίησε πλήρως τις σχέσεις μας με τη γειτονική χώρα. Κόντεψε να αποσταθεροποιήσει το σύνολο των Βαλκανίων και τώρα νομίζει ότι θα βάλει κινδυνολογικά και εκβιαστικά βέτο στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να επιλύσει αυτή τη διένεξη, η οποία κρατάει εδώ και είκοσι έξι χρόνια. Δεν θα το καταφέρει.
Είπε και άλλα πολλά ο κ. Σαμαράς για τον αλυτρωτισμό, για τη γλώσσα, για την υπηκοότητα, διαστρέβλωσε πράγματα, παρουσιάστηκε εδώ ως δικολάβος. Εν πάση περιπτώσει, αντί άλλης απάντησης για τον κ. Σαμαρά θα του συνέστηνα να διαβάσει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, το οποίο δεν έχει γραφτεί από κάποιον φιλοσυριζαίο. Έχει δημοσιευθεί στην Καθημερινή, αν δεν κάνω λάθος. Είναι το άρθρο του κ. Στέφανου Κασιμάτη, ο οποίος σας εξηγεί για ποιον λόγο η συμφωνία την οποία θα υπογράψουμε σε λίγες ώρες είναι και καλή, αλλά και διασφαλίζει απολύτως τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Ο κ. Κασιμάτης φαντάζομαι δεν είναι κάποιος ακραίος Αριστερός συριζαίος κ.λπ.
Αντί, λοιπόν, για άλλη απάντηση, διαβάστε το συγκεκριμένο άρθρο ή μπορείτε να διαβάσετε και άλλες αναλύσεις που έχουν γραφτεί στον Τύπο από πραγματικούς φιλελεύθερους, που σέβονται το εαυτό τους, όχι σαν εσάς που πηγαίνετε κάθε φορά όπου φυσάει ο άνεμος, αναλόγως με το τι βολεύει την πολιτική σας λογοδιάρροια.
Αυτό που δεν μας είπε ο κ. Σαμαράς είναι βεβαίως αν και κατά πόσο είναι ή δεν είναι με το σύνθετο όνομα. Είπε ότι ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε μια προσωπική του άποψη στον ΟΗΕ. Δεν μας είπε, όμως, ότι στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, το 2012, είχε υπερψηφιστεί η θέση περί σύνθετης ονομασίας. Το ξέχασε κι αυτό. Δεν πειράζει.
Μας είπε, επίσης, ότι ο λόγος για τον οποίο θέλουμε να δώσουμε λύση στο πρόβλημα αφορά την προσπάθειά μας να διασπάσουμε τη Νέα Δημοκρατία. Αυτός που έχει ταλέντο στη διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας είναι ο κ. Σαμαράς, δεν είμαστε εμείς. Το έχει ξανακάνει.
Οι λόγοι για τους οποίους εμείς θα επιλύσουμε τη συγκεκριμένη διένεξη έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ασκούμε εξωτερική με υπευθυνότητα, σχετίζεται με την ανάγκη για σταθερότητα, ειρήνη και συνεργασία στην ευρύτερη περιοχή.
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, υπό την καθοδήγηση του κ. Σαμαρά, ο κ. Μητσοτάκης τους τελευταίους έξι μήνες θεώρησε ότι βρήκε το πολιτικό θέμα που θα τον πάει σε εκλογές. Ο κ. Μητσοτάκης κάνοντας μια τεράστια πολιτική παραχώρηση στην ακροδεξιά ηγετική ομάδα, την οποία ελέγχει ο κ. Σαμαράς στη Νέα Δημοκρατία και που τον κρατάει όμηρο, σήκωσε σημαία αντιπαράθεσης για το ζήτημα των διαπραγματεύσεων με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Δεν νομίζω ότι έχει καταλάβει ακριβώς τις συνέπειες αυτής της πολιτικής του επιλογής, ούτε για το κόμμα του, ούτε για τη χώρα, πολύ περισσότερο. Διότι στην πραγματικότητα και να ακούσετε τις τοποθετήσεις των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και του κ. Σαμαρά προηγουμένως, που μίλησαν αυτές τις μέρες θα το επιβεβαιώσετε πλήρως ότι ο κ. Μητσοτάκης απελευθέρως ένα βαθύ εθνικιστικό, ιδεολογικό δυναμικό και μετέτρεψε τη Νέα Δημοκρατία, σε ελάχιστο χρόνο, από δεξιό νεοφιλελεύθερο κόμμα σε εθνολαϊκιστικό μόρφωμα.
Όμως, και αυτό είναι το πρόβλημα, αυτή η πολιτική επιλογή μετατοπίζει συνολικά τον άξονα γύρω από τον οποίο προσδιορίζεται η Δεξιά στη χώρα μας και αυτό είναι ακριβώς η ύστατη συνέπεια της πολιτικής επιλογής του κ. Μητσοτάκη. Η πιο επικίνδυνη, μάλιστα, συνέπεια, διότι τι -αλήθεια- περιμένει να ακούσει κανείς από τον χρυσαυγίτη Μπαρμπαρούση, όταν ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας μιλάει για «ξεπουλήματα», όταν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας μιλούν για εθνικές προδοσίες, για μειοδοσίες;
Τι ακριβώς περιμένει κανείς να ακούσει από τον κ. Μπαρμπαρούση; Περιμένει να καλέσει για ανατροπή του Προέδρου της Δημοκρατίας, για σύλληψη του Πρωθυπουργού. Είναι φυσικό επακόλουθο, το οποίο εσείς προκαλέσατε με τη στάση σας, αυτό το οποίο συνέβη χθες στη Βουλή. Είναι η λογική συνέπεια του γεγονότος ότι έχετε στρώσει το χαλί στον εθνικισμό. Τρέφετε το τέρας του εθνικισμού, εσείς και οι συνάδελφοί σας!
Όταν η Νέα Δημοκρατία μιλάει για προδοσία, η Χρυσή Αυγή θα μιλήσει για την ανάγκη πραξικοπήματος.
Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο κ. Μητσοτάκης φέρει ακέραια και ολοκληρωτική την ευθύνη για όλα όσα συνέβησαν χθες στην ελληνική Βουλή, ακέραια και ολοκληρωτική.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, υπάρχουν στον λόγο και τη στάση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στα αποτελέσματα της επιλογής της τέσσερα ανυπόφορα παράδοξα που θέλω να επισημάνω.
Παράδοξο πρώτο, το συνταγματικό παράδοξο. Ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε εδώ και κάποιες μέρες να αμφισβητεί την εξουσία του Υπουργού Εξωτερικών και του Πρωθυπουργού να υπογράψουν διεθνή συμφωνία. Προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει πέρα από κάθε νομική και συνταγματική λογική ότι η Κυβέρνηση πρέπει να ζητήσει δήθεν την έγκριση της Βουλής για την υπογραφή. Να ζητήσει, δηλαδή, η εκτελεστική εξουσία την έγκριση της Βουλής, όπως έκαναν οι δύο, τρεις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, όταν έπρεπε να υπογράψουν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τη Siemens. Επειδή φοβούνταν οι Υπουργοί να πάνε να τις υπογράψουν μόνοι τους, γιατί δεν ήξεραν τι θα επακολουθούσε μετά, ζητούσαν την έγκριση της Βουλής για να είναι καλυμμένοι και νομικά.
Μας είπαν, λοιπόν, ότι αυτό το οποίο ανακάλυψαν ως πατέντα τα πρώτα μεταμνημονιακά χρόνια θα πρέπει να μετατραπεί σε συνταγματική λογική και ότι δήθεν η Κυβέρνηση έπρεπε να ζητήσει την άδεια της Βουλής για να πάει να ασκήσει τη νόμιμη συνταγματική αρμοδιότητά της.
Ζήτησε μάλιστα και τη σχετική παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος τον έβαλε στη θέση του σε ελάχιστα δευτερόλεπτα με πολύ ευγενικό τρόπο, θα έλεγα.
Το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι ορίζει σαφώς τις αρμοδιότητες της Κυβέρνησης. Το διεθνές δίκαιο μάλιστα στο άρθρο 8 της Σύμβασης της Βιέννης για τις διεθνείς συνθήκες προβλέπει ότι ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών έχουν την δυνατότητα να υπογράφουν διεθνείς συνθήκες. Είναι κομμάτι της εκτελεστικής τους εξουσίας αυτό.
Επομένως, το γεγονός ότι πήγατε να μετατρέψετε μια πολιτική αντιπαράθεση σε θέμα συνταγματικής τάξης νομίζω ότι είναι ένα από τα μεγαλύτερα ατοπήματά σας.
Θα μου πείτε ποιο είναι το παράδοξο; Το παράδοξο ξέρετε ποιο είναι; Το παράδοξο είναι ότι την πρώτη φορά που στην κοινοβουλευτική ιστορία μετά από την αναγγελία κατάθεσης πρότασης μομφής από τον αρχηγό σας ήρθε η Βουλή και εν ολομελεία υπερψήφισε νομοσχέδιο της Κυβέρνησης με 154 ψήφους. Δηλαδή, ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε εντός δύο ημερών η ελληνική Κυβέρνηση να επιβεβαιώσει την εμπιστοσύνη της Βουλής δύο φορές. Πρόκειται για πρωτοφανές κοινοβουλευτικό γεγονός και τον ευχαριστούμε πάρα πολύ για αυτό.
Παράδοξο δεύτερο, το οικογενειακό παράδοξο το οποίο νομίζω ότι είναι μάλλον προφανές. Ο κ. Μητσοτάκης με τη στάση του κατάφερε να δικαιώσει ιστορικά και πολιτικά τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος εκφράζοντας τις απόψεις που εκφράζει σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης έριξε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Νομίζω ότι αυτό το παράδοξο επισφραγίζει ακριβώς και επιβεβαιώνει την πολιτική ομηρία του κ. Μητσοτάκη από την ακροδεξιά ομάδα της οποίας ηγείται ο κ. Σαμαράς.
Παράδοξο τρίτο, το ευρωπαϊκό παράδοξο. Η Νέα Δημοκρατία ήταν καταγεγραμμένη στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή έως ένα φιλελεύθερο, φιλοευρωπαϊκό κόμμα, ένα κόμμα το οποίο σήκωσε τη σημαία υποτίθεται και το ανάστημά του απέναντι στον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα, λοιπόν, σε δύο μέρες μόλις ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε τα εξής πρωτοφανή:
Η Νέα Δημοκρατία να αποδοκιμάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη στάση της απέναντι στη συμφωνία. Η ναυαρχίδα του γερμανικού συντηρητικού Τύπου, η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» να αποκαλεί τον κ. Μητσοτάκη εκπρόσωπο του παλιού πολιτικού καθεστώτος που χρεωκόπησε την Ελλάδα. Το περιοδικό «Focus» σήμερα να τον παρομοιάζει με τον Βίκτορ Όρμπαν, τον υπερεθνικιστή ηγέτη της Ουγγαρίας, νούμερο ένα αντίπαλο της ανοικτής Ευρώπης. Και το περιοδικό «Foreign Policy» να κάνει λόγο για την εθνικιστική αντιπολίτευση της Ελλάδας.
Αυτό κατάφερε ο κ. Μητσοτάκης μέσα σε δύο μόλις μέρες. Κατάφερε κατά τη διάρκεια της δικής του ηγεσίας να πείσει τους Ευρωπαίους γι’ αυτό που η Κυβέρνηση έλεγε εδώ και πάρα πολύ καιρό, ότι δηλαδή η Νέα Δημοκρατία είναι ένα εθνολαϊκιστικό κόμμα.
Κλείνω με το τέταρτο παράδοξο, το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου και το πιο ανυπόφορο, το εθνικιστικό παράδοξο. Για να αντιληφθείτε σε τι ακριβώς συνίσταται το εθνικιστικό παράδοξο, δεν έχετε παρά να ρίξουμε μια ματιά και να συγκρίνετε τις δηλώσεις του εθνικιστικού δεξιού VMRO και του κ. Μητσοτάκη, του κ. Κουμουτσάκου και άλλων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι ακριβώς οι ίδιες! Θυμάστε που ο κ. Μητσοτάκης έλεγε ότι δεν θα διχάσει τους Έλληνες για να ενώσει τους Σκοπιανούς; Τελικά αυτό που κατάφερε ο κ. Μητσοτάκης είναι ο ίδιος να ενωθεί με τους πιο συντηρητικούς και ακραίους εθνικιστικούς κύκλους της γειτονικής μας χώρας. Συγχαρητήρια, λοιπόν, και γι’ αυτό.
Επί της ουσίας, το VMRO αποκαλεί τον κ. Ζάεφ μειοδότη. Η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης αποκαλούν τον κ. Τσίπρα μειοδότη. Το ερώτημα τελικά είναι: Ποιος από τους δύο μειοδότησε, ο κ. Τσίπρας ή ο κ. Ζάεφ; Κανένας από τους δύο δεν μειοδότησε, κυρίες και κύριοι της Αντιπολίτευσης. Απλώς βρέθηκαν επιτέλους δύο ηγέτες με λίγο μυαλό στο κεφάλι τους για να θέσουν οριστικό τέλος σε μία διένεξη.
Βρέθηκαν δύο ηγέτες, λοιπόν, με μυαλό στο κεφάλι τους για να επιλύσουν μια διένεξη που στερούσε διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο από την Ελλάδα, αλλά και από τα Βαλκάνια. Βρέθηκαν δύο ηγέτες να κλείσουν οριστικά το κεφάλαιο της εθνικιστικής έξαρσης και των μεγαλοϊδεατισμών, οι οποίες δεν αφορούν μόνο τους γείτονές μας, αλλά αφορούν και τις δικές σας μεγάλες ιδέες και τα δικά σας εθνικιστικά παραληρήματα, τα οποία συνεχίζετε να συντηρείτε εκατό χρόνια μετά την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτός ο αιώνας των μεγαλοϊδεατισμών, αυτός ο αιώνας του εθνικισμού και των ακροτήτων και των εξάρσεων κλείνει σήμερα με αυτή τη Συμφωνία.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.