Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, στη συνέντευξή του στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ και τη Δημοσιογράφο, Άννα Μπουσδούκου, περιέγραψε, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, τα θετικά στοιχεία της απόφασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Πιο συγκεκριμένα τόνισε:
«Η πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού γίνεται στο πλαίσιο του σεβασμού των θεσμών και με δεδομένο ότι η συμφωνία του Eurogroup της περασμένης Πέμπτης είναι μια συμφωνία η οποία έχει αρκετά τεχνικά χαρακτηριστικά και αποτέλεσε την κατάληξη μιας διαπραγμάτευσης, για την οποία ο Πρωθυπουργός θεωρεί πως πρέπει να ενημερώσει αναλυτικά τους πολιτικούς αρχηγούς, πριν -αν θέλετε- κιόλας από τη συζήτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Διότι σε σχέση με τη συμφωνία έχουν ακουστεί πάρα πολλές ανακρίβειες, ιδίως από τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία τη συγκρίνει για παράδειγμα με τη συμφωνία του Eurogroup του Νοέμβρη του 2012. Εδώ θα ήθελα να σας δώσω ένα στοιχείο: Τον Νοέμβριο του 2012 υπήρχε μία φράση στην απόφαση του Eurogroup που έλεγε ότι οι θεσμοί ή το Eurogroup θα στηρίξουν την Ελλάδα μέχρι την επιστροφή της στις αγορές. Πράγμα το οποίο μεταφράζεται ότι θα τη στηρίξουν με δάνεια, έτσι ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές της υποχρεώσεις.
Τώρα έχουμε μία φράση στο Eurogroup, η οποία λέει κάτι εντελώς διαφορετικό. Λέει ότι το Eurogroup θα στηρίξει την Ελλάδα για την έξοδό της στις αγορές. Και αυτό, κυρία Μπουσδούκου, αλλάζει πλήρως το νόημα. Διότι η στήριξη που θα παρασχεθεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, έχει να κάνει και με τη δημιουργία ενός αποθεματικού, το οποίο θα αποτελεί το «μαξιλάρι», την εξασφάλιση δηλαδή, έτσι ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να βγούμε στις αγορές και να εξασφαλίσουμε ακόμη χαμηλότερα επιτόκια, απ’ ό,τι θα έδιναν οι ίδιες οι αγορές.
Είναι η πρώτη φορά, που υπάρχει μια δέσμευση εκ μέρους των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης ότι αυτό θα γίνει και μάλιστα σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Και αυτό είναι ένα από τα θετικά στοιχεία της απόφασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Υπάρχουν και άλλα. Για παράδειγμα, γίνεται μία συζήτηση σε σχέση με το αν και κατά πόσο πήραμε ή δεν πήραμε τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που επιδιώκαμε. Η απάντηση είναι ότι αυτή τη στιγμή και για πρώτη φορά υπάρχει ένας πολύ καθαρότερος προσδιορισμός, ένας πολύ πιο σαφής προσδιορισμός των μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν τον Αύγουστο του 2018. Επίσης, έχουν φύγει οι υποθετικοί προσδιορισμοί. Δηλαδή, η απόφαση του Eurogroup είναι πολύ καθαρή στο ότι η ρύθμιση του χρέους θα γίνει. Δεν θα γίνει υπό κάποιες προϋποθέσεις, αλλά θα γίνει με την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και μάλιστα προσδιορίζονται και οι βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν ακριβώς τον βαθμό ρύθμισης του χρέους».
Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος τόνισε ότι η συζήτηση και οι διαφωνίες των θεσμών δεν αφορούσαν τον χρόνο εφαρμογής των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, αλλά τον προσδιορισμό τους.
«Ποια ήταν, όμως, η συζήτηση αυτή τη στιγμή; Ήταν για το εάν θα εφαρμοστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα τώρα; Ποτέ δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα. Αυτό που συζητούσαμε ήταν ένας όσο το δυνατόν πιο σαφής προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων, έτσι ώστε οι αγορές, αλλά και οι θεσμοί, να μπορούν να προεξοφλήσουν -αν θέλετε- το μέλλον. Ακριβώς αυτό συζητιόταν. Και αυτό στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, έχει επιτευχθεί. Διότι έχουν προσδιοριστεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, διότι έχει συμπεριληφθεί στην απόφαση η ρήτρα ανάπτυξης, που δίνει μια περαιτέρω σιγουριά, μια περαιτέρω εξασφάλιση στις αγορές ότι θα καταφέρουμε να καταστήσουμε το ελληνικό χρέος βιώσιμο τον Αύγουστο του 2018 και πέρα. Και νομίζω ότι όλο αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό και από τη συμπεριφορά και από τη στάση των αγορών.
Η συζήτηση που γινόταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, και εξ’ αιτίας της οποίας καθυστέρησαν κιόλας οι διαδικασίες για την ολοκλήρωσή της, είχε να κάνει ακριβώς με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αλλά και των απαιτήσεων για μεταρρυθμίσεις, που έθετε το ΔΝΤ. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε έναν τόσο εξαντλητικό προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων που να καλύπτει απολύτως το ΔΝΤ, έτσι ώστε αυτό να βγάλει μια θετική μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, έχουμε, παρόλα αυτά, επιτύχει το 90% των στόχων που είχαμε θέσει. Δηλαδή, να υπάρχει ένας καθαρός προσδιορισμός, να υπάρχει μία σαφής τοποθέτηση, ότι το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018 θα τελειώσει, να υπάρχει στην απόφαση η ρήτρα ανάπτυξης, να υπάρχει στην απόφαση η δέσμευση ότι θα παρθούν πρωτοβουλίες για αναπτυξιακές δράσεις. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το ΔΝΤ έχει αφήσει στην άκρη όλες του τις επιφυλάξεις, σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Παρόλα αυτά, είναι για πρώτη φορά που το ΔΝΤ λέει ότι έχουν γίνει πάρα πολύ μεγάλα βήματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα και περιμένει τον Αύγουστο του 2018, έτσι ώστε να καταλήξει πλέον με απόλυτη βεβαιότητα ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο».
Αναφερόμενος στη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος τόνισε:
«Θα μιλήσουμε για τη συγκεκριμενοποίηση, λοιπόν, των μέτρων, αφού θέτετε αυτό το ερώτημα και έχει σημασία να πάμε και στην τεχνική συζήτηση, που αποτελεί και έναν από τους κύριους λόγους που χρειάζεται και η ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών. Σας λέω, λοιπόν: Τον Μάιο του 2016, στο Eurogroup της 24ης Μαΐου του 2016, είχε μπει ένα ανώτατο όριο ως προς τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου. Ποιο ήταν αυτό το όριο; Έλεγε, λοιπόν, η απόφαση τότε ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου, τα χρήματα δηλαδή που θα πρέπει να πληρώνονται ή τα ομόλογα που θα πρέπει να αναχρηματοδοτούνται κάθε χρόνο, δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 15% του ελληνικού ΑΕΠ. Να σας πω χαρακτηριστικά ότι η Ιταλία, για παράδειγμα, έχει ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες που προσεγγίζουν το 20% του ΑΕΠ. Η Πορτογαλία είναι περίπου στο 18% του ΑΕΠ. Επομένως, πρόκειται για ένα «ταβάνι» των αναγκών της ελληνικής οικονομίας, που είναι απολύτως διαχειρίσιμο από μια οικονομία όπως η ελληνική. Από εκεί και πέρα, αυτό το οποίο συζητείτο κατά την περίοδο της δεύτερης αξιολόγησης, είναι με ποια μέτρα θα επιτευχθούν οι αποπληρωμές του χρέους, έτσι ώστε να μην ξεπερνούν αυτό το «ταβάνι». Και τι έχουμε; Έχουμε το εξής: Μια δέσμευση για επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων μέχρι και 15 έτη.
Έχουμε μια δέσμευση, η οποία αφορά το πάγωμα των επιτοκίων ή την περίοδο χάριτος για επιτόκια, η οποία επίσης μπορεί να φτάσει τα 15 έτη.
Επιπροσθέτως, έχουμε μια συζήτηση, η οποία συνεχίζεται –αυτό ήταν στο Eurogroup του 2016- για τις επιστροφές κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Τα οποία, όλα αυτά τα μέτρα που προανέφερα, έτσι όπως περιγράφονται στην απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου του 2017, θα δώσουν τη δυνατότητα στο ελληνικό Δημόσιο να μην υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ του, ως ακαθάριστη χρηματοδοτική ανάγκη.
Γιατί το ΔΝΤ, λοιπόν, δεν το δέχεται αυτό;
Διότι το ΔΝΤ –προσέξτε τώρα- κάνει μια πρόβλεψη για την ανάπτυξη, η οποία είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις που κάνουν οι Ευρωπαίοι. Δηλαδή, οι Ευρωπαίοι λένε ότι αυτά τα μέτρα αρκούν για να πιάσουμε το «ταβάνι» του 15%, εφόσον η ανάπτυξη μέχρι το 2060 είναι στο 1,3%. Το ΔΝΤ, όμως, λέει ότι η ανάπτυξη δεν θα είναι στο 1,3%. Προβαίνει σε μια υπεραπαισιόδοξη, αν θέλετε, πρόβλεψη, η οποία, αν τέλος πάντων αποδειχθεί αληθινή, αυτό δεν θα σημαίνει πρόβλημα μόνο για την Ελλάδα, αλλά θα σημαίνει πρόβλημα για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Διότι, αν αποδειχθούν ορθές οι προβλέψεις του ΔΝΤ, τότε θα έχουμε μια Νομισματική Ένωση, η οποία θα έχει στο εσωτερικό της αποκλίσεις επί μια πεντηκονταετία μεταξύ των οικονομιών της. Επομένως, δεν θα μπορεί να διατηρηθεί ως ακριβώς η Νομισματική Ένωση που είναι σήμερα.
Αυτό το οποίο λέω λοιπόν, είναι ότι το ΔΝΤ με αυτές τις υπεραπαισιόδοξες προβλέψεις ζητούσε περαιτέρω μεσοπρόθεσμα μέτρα. Και τι γίνεται;
Έρχεται η γαλλική πλευρά και βάζει μια πρόταση στο τραπέζι… η οποία λέει τι, κυρία Μπουσδούκου, έχει σημασία, ότι εφόσον οι προβλέψεις του ΔΝΤ είναι αληθινές, πράγμα το οποίο εγώ σας λέω τουλάχιστον ότι έχω τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να συμβεί, τότε θα ενεργοποιηθεί».
Αναφερόμενος στη διάψευση των καταστροφολογικών σεναρίων και την εμπέδωση θετικού κλίματος στην ελληνική οικονομία ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος τόνισε:
«Η προοπτική είναι η εξής: Παρά την αβεβαιότητα και παρά τους κραδασμούς και -θα έλεγε κανείς- σε διάψευση των καταστροφολογικών σεναρίων για την ελληνική οικονομία, πρέπει να σας πω ότι το πρώτο τρίμηνο του 2017 έκλεισε με θετικούς ρυθμούς. Δηλαδή, έκλεισε με μία αύξηση του 0,4%. Από εκεί και πέρα, θα δούμε πώς θα πάει το δεύτερο τρίμηνο και έχω την εκτίμηση ότι το δεύτερο εξάμηνο πια του 2017 θα είναι πολύ πιο θετικό, θα πιάσουμε βέβαια -αυτό είναι απολύτως δεδομένο- τους δημοσιονομικούς στόχους. Αλλά, από εκεί και πέρα, νομίζω ότι μπορεί να δούμε υψηλούς, για πρώτη φορά, ρυθμούς ανάπτυξης. Όταν λέω υψηλούς, εννοώ πάντοτε στο πλαίσιο των δεδομένων συνθηκών. Και έχω την εκτίμηση ότι μέχρι το τέλος του 2018 θα έχει υπάρξει -πιθανά αυτό μάλλον μπορούμε να το πούμε- και η πρώτη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές χρήματος.
Υπάρχουν πιθανόν οι προϋποθέσεις για να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δεν είναι για την κυβέρνηση να το αποφασίσει. Αυτό το αποφασίζουν οι τεχνικοί της διαχείρισης του χρέους, δηλαδή ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), ο οποίος θα εισηγηθεί και τις συγκεκριμένες κινήσεις, οι οποίες θα πρέπει να γίνουν.
Η κατάσταση που υπάρχει, αυτή τη στιγμή, στην ελληνική οικονομία, παρά τις δυσκολίες, δείχνει σημάδια ανάκαμψης, αλλά και αντιστροφής μιας σειράς καταστάσεων, οι οποίες είχαν εμπεδωθεί στην ελληνική οικονομία από το 2012 μέχρι το 2015.
Έχουμε, για παράδειγμα, τους δύο τελευταίους μήνες μόνο, ένα θετικό ισοζύγιο 170.000 θέσεων εργασίας. Στο σύνολο, έχουμε περίπου 250.000 θέσεις εργασίας μέσα στη διετία, περισσότερες από ό,τι όταν ξεκινήσαμε. Και όλα αυτά, σε μια κατάσταση σχετικής στασιμότητας της οικονομίας. Επομένως, στον τομέα της απασχόλησης, στον τομέα της εργασίας, θα υπάρξουν ακόμη περισσότερα θετικά σημάδια.
Επίσης, η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται. Έχουμε μια σειρά από το λιανικό εμπόριο, επίσης, το οποίο παρουσιάζει μια σχετική άνοδο –ξαναλέω- παρά τις καταστροφολογικές προβλέψεις που υπήρχαν. Βεβαίως, κανένας δεν αρνείται ότι οι επιβαρύνσεις από τη φορολογία είναι πάρα πολύ μεγάλες. Ωστόσο, πάντοτε πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι συγκρίσεις πρέπει να γίνονται με το παρελθόν και με το τι θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε, εάν δεν είχαν αλλάξει οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2015. Ναι, βεβαίως, υπάρχει μια δύσκολη κατάσταση. Παρόλα αυτά, όμως, γίνονται βήματα, τα οποία δείχνουν προς μια κατεύθυνση που είναι, κατά τη γνώμη μου, θετική για το μεγαλύτερο, αν θέλετε, τμήμα των πολιτών».
Απαντώντας σε ερώτηση για την κριτική που ασκεί η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης για τους φορολογικούς συντελεστές, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως:
«Η αντιπολίτευση μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Το θέμα είναι να μας πει και πώς ακριβώς θα καταφέρει να μειώσει τη φορολογία, με δεδομένο ότι οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα είναι αυτοί που είναι. Και είναι –προσέξτε- χαμηλότεροι από ό,τι είχε συμφωνήσει η Νέα Δημοκρατία -κατά τη συγκυβέρνησή της με το ΠΑΣΟΚ- με τους θεσμούς. Είναι, μάλιστα, αρκετά χαμηλότεροι. Ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει να εξηγήσει, κάποια στιγμή, ο κύριος Μητσοτάκης, ο οποίος διαρκώς μιλά για φορολογικές ελαφρύνσεις, πώς ακριβώς θα τις επιτύχει αυτές; Διότι μας λέει για περικοπές δαπανών, χωρίς όμως να προσδιορίζει –εννοώ από το Δημόσιο- για ποιες δαπάνες μιλάει.
Ανάπτυξη μπορεί να υποσχεθεί ο καθένας. Το θέμα είναι τι αποτελέσματα έχεις κάθε φορά. Και σας λέω ότι αυτό το οποίο βλέπουμε εμείς στην ελληνική οικονομία, είναι μια κατάσταση, η οποία έχει χαρακτηριστικά ανάπτυξης. Και υπάρχει, αυτή τη στιγμή, το momentum και με τη συμφωνία, έτσι ώστε να σημειωθούν αρκετά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, δεδομένων πάντα των συνθηκών. Ο κ. Μητσοτάκης μας είπε κάποια στιγμή, αναλύοντας το πρόγραμμά του, ότι υπόσχεται ρυθμούς ανάπτυξης 4% και θα τα κάνει αυτά, επειδή ακριβώς θα επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης 4%. Αυτό, θα με συγχωρέσετε, αλλά έχει ένα βαθμό, είτε αυθαιρεσίας, είτε ανοησίας. Διότι μπορώ και εγώ να υποσχεθώ ρυθμούς ανάπτυξης 5%, 6%, 10% ή 12%. Το θέμα είναι, όμως, ότι αυτή η υπόσχεση είναι ένα κενό γράμμα. Το πραγματικό θέμα είναι, με δεδομένη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και φυσικά προσπαθώντας να επιτύχουμε όσο το δυνατόν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, να επιτυγχάνουμε τους στόχους για να βγούμε από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018».
Κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε πως:
«Ο κ. Ρέγκλινγκ, αλλά αρκετές φορές και η αξιωματική αντιπολίτευση ταυτίζουν τις επενδύσεις με τη μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να γίνει για τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με τις ιδιωτικοποιήσεις. Όμως, επενδύσεις δεν είναι μόνο οι ιδιωτικοποιήσεις» ανέφερε χαρακτηριστικά και επισήμανε ότι υπάρχει ένα εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Κατ’ αρχάς, αυτό το οποίο θα παρατηρηθεί είναι ένα ενδιαφέρον των επενδυτών, κυρίως στο πλαίσιο της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή, θα δραστηριοποιηθούν μέσα από το χρηματιστήριο. Έχετε δει ότι οι τραπεζικές μετοχές έχουν, μετά την αξιολόγηση, ήδη αρχίσει να παίρνουν τα πάνω τους. Και από εκεί και πέρα, αυτό θα περάσει και στην πραγματική οικονομία, όταν τα επενδυτικά projects, τα οποία σχεδιάζονταν όλο το προηγούμενο διάστημα, θα αρχίσουν να παίρνουν σάρκα και οστά. Ένα κρατούμενο είναι αυτό. Ένα δεύτερο πράγμα, το οποίο πρέπει να σχολιάσω σε σχέση με τον κ. Ρέγκλινγκ, είναι ότι είδαμε και την προηγούμενη εβδομάδα, λίγο πριν το Eurogroup, ότι και ο κ. Σόιμπλε είχε επιχειρήσει να δημιουργήσει ρήγματα ή διαφορετικές οπτικές, ότι υπάρχουν μάλλον διαφορετικές οπτικές μέσα στην ελληνική κυβέρνηση. Ενδιαφέρουσα στρατηγική είναι αυτή από τη μεριά των δανειστών. Δεν θεωρώ ότι έχει κανένα πραγματικό αποτέλεσμα αφενός, αλλά ούτε και ότι πατά στην πραγματικότητα. Η ελληνική κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στην προσπάθεια να ολοκληρωθεί με επιτυχία το πρόγραμμα, ολόκληρη η ελληνική κυβέρνηση.
Νομίζω ότι αφής στιγμής η αξιολόγηση έχει ολοκληρωθεί και η ελληνική κυβέρνηση έχει υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που είχε και έχει πάρει με βάση τη Συμφωνία του Αυγούστου του 2015, τέτοιου τύπου πολιτικές παρεμβάσεις εκ μέρους των θεσμών, δεν εξυπηρετούν σε τίποτα. Νομίζω ότι αυτό στο οποίο όλοι θα πρέπει να είμαστε προσηλωμένοι και ταυτόχρονα θα πρέπει να είμαστε και εποικοδομητικοί, είναι στην προσπάθεια να ολοκληρωθεί με επιτυχία το πρόγραμμα. Όλα τα υπόλοιπα, εκτιμώ ότι είναι εκ του περισσού και εκθέτουν όποιον προσπαθεί να παρέμβει με έναν τρόπο, θα έλεγε κανείς, εξωθεσμικό στα του οίκου της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα πρόβλημα που αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελληνική κυβέρνηση. Αφορά το σύνολο των θεσμών και των λειτουργιών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν μπορούν οι θεσμοί, λοιπόν, να προχωρούν σε τέτοιου τύπου σχόλια για τα εσωτερικά της ελληνικής Πολιτείας.
Νομίζω ότι ο καθένας στα του οίκου του, διότι αν ξεκινήσει και η ελληνική κυβέρνηση να κάνει σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο, για παράδειγμα, ο κ. Ρέγκλινγκ διοικεί τον ESM, τότε νομίζω ότι το μόνο το οποίο θα καταφέρουμε είναι να δημιουργήσουμε μια πολεμική κατάσταση. Επομένως, χρειάζεται καταλλαγή, χρειάζεται ψυχραιμία, χρειάζεται ηπιότητα. Και να καταλάβει και ο κ. Ρέγκλινγκ ότι στην Ευρώπη υπάρχει Δημοκρατία».
Σε ερώτηση για τη στάση των υπουργών και των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ο κυβερνητικός Εκπρόσωπος τόνισε ότι:
«Το ζήτημα, σε σχέση με τους υπουργούς: δεν είναι αν θα είναι ευχαριστημένοι οι υπουργοί. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε με όρους προσωπικής ευχαρίστησης. Αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει είναι να δημιουργηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018. Και σε αυτόν ακριβώς τον στόχο είναι προσηλωμένο το σύνολο της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι υπουργοί λειτουργούν σε μια συλλογικότητα, τη συλλογικότητα που ονομάζεται «ελληνική κυβέρνηση» και όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται, παίρνονται συλλογικά και δεσμεύουν τους πάντες.
Οι βουλευτές, βεβαίως, μπορούν και οφείλουν να έχουν προβληματισμούς, να θέτουν ερωτήματα, να προσπαθούν να επηρεάσουν την κυβερνητική πολιτική μέσα από το διάλογο. Διότι ξέρετε ότι εμείς έχουμε μια Κοινοβουλευτική Ομάδα, η οποία λειτουργεί με δημοκρατικούς όρους, με όρους ανοιχτής συζήτησης. Αυτή η συζήτηση γίνεται, γίνονται οι απαραίτητες διορθώσεις στο κυβερνητικό έργο. Άλλες φορές οι βουλευτές πείθονται ότι τα επιχειρήματα που φέρνουν στο τραπέζι δεν είναι απολύτως ορθολογικά. Επομένως, υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση, όπως οφείλει να γίνεται στις Δημοκρατίες».
Απαντώντας σε ερώτηση για «την κριτική που ασκούν βουλευτές του κόμματος», ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος αναφέρθηκε στις διαφωνίες που έχει εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ στη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ αλλά και στον συσχετισμό και τη σύγκρουση αντίρροπων δυνάμεων στην Ευρώπη.
«Εδώ έχουμε αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες συγκρούονται. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι οι θεσμοί ξαφνικά έχουν ταυτιστεί ιδεολογικά με την ελληνική κυβέρνηση. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής έχει τα στοιχεία που έχει η πολιτική που εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Ε.Ε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικό κόμμα, έχει εκφράσει τις διαφωνίες του με αυτή την πολιτική, είτε μιλάμε στο μακροοικονομικό επίπεδο, είτε μιλάμε δηλαδή για τη δημοσιονομική πολιτική της Ε.Ε., είτε μιλάμε στο μικροοικονομικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων. Αυτό το οποίο έχουμε, είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση, με την Ελλάδα προφανώς όχι στη θέση του ισχυρού, όπου, κάθε φορά, εντός του πλαισίου του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και με δεδομένους τους συσχετισμούς που υπάρχουν στην Ευρώπη, προσπαθεί να αμβλύνει μια σειρά από αποτελέσματα αυτής της πολιτικής.
Ο κ. Φίλης είπε ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο εφαρμόζουμε –και αυτή είναι η πραγματικότητα- έχει και στοιχεία, πολλά στοιχεία με τα οποία η ελληνική κυβέρνηση δεν συμφωνεί. Αλλά αυτό, νομίζω, το έχει πει πρώτος ο ίδιος ο Πρωθυπουργός».
Ερωτηθείς για τα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για τηλεφωνική επικοινωνία του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Πάνου Καμμένου με καταδικασμένο κρατούμενο, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος τόνισε:
«Θα σας πω, κυρία Μπουσδούκου, το εξής: Υπάρχουν ειδήσεις περί ενός τηλεφωνήματος -νομίζω ο κύριος Καμμένος έχει απαντήσει περί αυτού αναλυτικά, απάντησε και ο κύριος Κοντονής χθες στο Κοινοβούλιο- και υπάρχει και ένα πλοίο με 2 τόνους ηρωίνης, το οποίο πιάστηκε πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα και για το οποίο πλοίο, το δικό σας κανάλι, πολλές φορές έφερε στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη να διαλευκανθούν οι όροι υπό τους οποίους, τέλος πάντων, ναυλώθηκε το συγκεκριμένο πλοίο, αλλά και το ποιοι κρύβονται πίσω από αυτή την ιστορία.
Η κυβέρνηση, οι δικαστικές αρχές, η αστυνομία, το ίδιο σας το κανάλι, που έχει αναδείξει αυτό το θέμα ως κεντρικό στη δημόσια συζήτηση και νομίζω ότι, στην ίδια γραμμή, πρέπει όλοι να συνεχίσουμε. Δηλαδή να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας, και στο πλαίσιο του θεσμικού ρόλου του ο καθένας, έτσι ώστε να διαλευκανθεί αυτή η υπόθεση.
Νομίζω ότι το σημαντικό στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι ότι, κατά τις δηλώσεις των υπουργών, υπήρξε ένας άνθρωπος που ζήτησε να καταθέσει για τη συγκεκριμένη υπόθεση και από εκεί και πέρα οι υπουργοί έπραξαν αυτό το οποίο θα έπραττε ο οποιοσδήποτε πολίτης. Δηλαδή, ενημέρωσαν την Εισαγγελία που προχώρησε στις απαραίτητες θεσμικές ενέργειες. Ξαναλέω: Το σημαντικό δεν νομίζω ότι είναι το τηλεφώνημα, το σημαντικό είναι να διαλευκανθεί αυτή η υπόθεση και να μπορέσουμε να δούμε τι κρύβεται ακριβώς πίσω από αυτό το φορτίο ηρωίνης -ξαναλέω- που ήταν το μεγαλύτερο φορτίο που πιάστηκε ποτέ στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Νομίζω ότι αυτή η υπόθεση έχει πάρα πολλές σκοτεινές πτυχές, τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να διαλευκάνουν και νομίζω ότι αυτό θα πράξουν. Να διαλευκάνουν με όσο το δυνατόν πιο μεγάλη ταχύτητα…»
Σε ερώτηση για την πρόθεση του προέδρου της ΝΔ, Κυριάκου Μητσοτάκη να φέρει το θέμα στη Βουλή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε:
«Εάν ο κύριος Μητσοτάκης, κυρία Μπουσδούκου, θέλει να ταυτιστεί με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να το κάνει».
Ερωτηθείς για την επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού και τα θέματα που συζητήθηκαν με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος τόνισε:
«Σε ό,τι αφορά τους οκτώ στρατιωτικούς, νομίζω ότι και ο Πρωθυπουργός απάντησε ότι εδώ, στην Ελλάδα, υπάρχει δικαιοκρατία. Υπάρχει διάκριση των εξουσιών, έχουν υπάρξει συγκεκριμένες αποφάσεις της Δικαιοσύνης, οι οποίες είναι απολύτως σεβαστές και δεν θα μπορούσε να είναι τα πράγματα διαφορετικά. Σε σχέση με τις παραβιάσεις, γνωρίζετε ότι αυτό αποτελεί μια δύσκολη και κακή πραγματικότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από τη δική μας πλευρά μπαίνει πάντοτε το συγκεκριμένο ζήτημα και ζητάμε την άμεση παύση αυτού του είδους των πρακτικών εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης και του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, αυτό το οποίο νομίζω ότι θα πρέπει όλοι μας να έχουμε στο μυαλό μας είναι να μπορέσουμε να προωθήσουμε τη θετική ατζέντα στα ελληνοτουρκικά, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν προβλήματα, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές η στάση της Τουρκίας είναι κάτι περισσότερο από προκλητική. Νομίζω όμως ότι πρόκειται για μια χώρα και για μια κυβέρνηση η οποία αντιμετωπίζει πάρα πολύ μεγάλα εσωτερικά προβλήματα και ως προς αυτό, τουλάχιστον, πρέπει να έχουμε, από τη δική μας πλευρά, την αναγκαία κατανόηση.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, ο Έλληνας Πρωθυπουργός επανέλαβε τις πάγιες θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, δηλαδή, την ανάγκη για επίλυση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα έλεγα ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια πιθανά θετική εξέλιξη στη Γενεύη. Αυτό μένει, βεβαίως, να το δούμε, αρκεί να είναι και η τουρκική πλευρά εποικοδομητική».