image Συνέντευξη στον Ρ/Σ Παραπολιτικά 90,1 και τους δημοσιογράφους Σωτήρη Ξενάκη & Βασίλη Αδαμόπουλο image Δήλωση για τη ΝΔ

Εφ΄όλης της ύλης συνέντευξη στην εκπομπή «ERT FOCUS»

ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ

→ Το κλίμα στην Ευρώπη για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης είναι θετικό. Το ερώτημα είναι: Η Νέα Δημοκρατία στηρίζει τη μάχη της Κυβέρνησης για το κλείσιμό της χωρίς νέα μέτρα;

→ Η Γερμανία ζητά το αδύνατο: Και το ΔΝΤ εντός προγράμματος και καμία ρύθμιση για το χρέος. Όμως θα βρεθεί και πάλι λύση όπως ακριβώς και τις προηγούμενες φορές.

→ Το μόνο που απομένει για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης είναι να βρεθεί το σημείο ισορροπίας σε σχέση με τις μονομερείς απαιτήσεις του ΔΝΤ.

→ Οι πολίτες αναγνωρίζουν ότι μετά από μια δύσκολη συμφωνία είχαμε την τιμιότητα να διεκδικήσουμε νέα εντολή για διαρκή πολιτική διαπραγμάτευση.

→ Το κρίσιμο είναι η ανάκαμψη να ωφελήσει τους πολλούς. Η διασφάλιση για παράδειγμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα ωφελήσει τους εργαζόμενους.

→ Στόχος της ΝΔ είναι μια ειδική οικονομική ζώνη στη χώρα μέσω της μείωσης της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και το κόψιμο των δαπανών για το κοινωνικό κράτος.

→ Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού των δεκαετιών του ’90 και ’00 έχει παρέλθει. Το πολιτικό επίδικο είναι αν η αμφισβήτησή του θα έχει προοδευτικό ή συντηρητικό πρόσημο.

ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ

Για τις χθεσινές τρομοκρατικές επιθέσεις:

«Για άλλη μια φορά η Ευρώπη βρίσκεται στο έλεος του τρόμου, αλλά δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον πανικό να γίνει αυτή τη στιγμή σύμβουλος. Αυτό το οποίο πρέπει να πράξουν όλες οι πολιτικές ηγεσίες και από ό,τι φαίνεται μέχρι στιγμής το πράττουν, είναι να είναι ψύχραιμες για να μπορέσουμε να δούμε ποιες είναι οι αιτίες, ποιοι κρύβονται πίσω από τα χτυπήματα, εφόσον και στο Βερολίνο φαίνεται όλοι να μιλούν για τρομοκρατικό χτύπημα. Περιμένουμε με ψυχραιμία και να ευχηθούμε να μην έχει συνέχεια αυτός ο σημερινός εφιάλτης»

Για την ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους:

«Είναι ένα εφάπαξ επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους, το οποίο λέμε ότι αποτελεί την 13η σύνταξη για το 2016 και στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι στο βαθμό που θα έχουμε τις δημοσιονομικές δυνατότητες το 2017 και το 2018 να επαναλάβουμε την κίνηση αυτή, να γίνει κάτι τέτοιο ξανά, εφόσον βεβαίως υπάρξει η δυνατότητα να υπερβούμε τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, κατά το ποσό που τους υπερέβημεν φέτος. Σας λέω ότι έγινε μια κίνηση, η οποία ήταν κίνηση ελάχιστου καθήκοντος από τη δική μας μεριά. Δηλαδή, να προσπαθήσουμε αυτό το οποίο καταφέραμε να πετύχουμε με σκληρή δουλειά, την υπεραπόδοση των εσόδων, να την αναδιανείμουμε σε κοινωνικές ομάδες, σε κοινωνικά στρώματα, τα οποία, τα τελευταία έξι-επτά χρόνια, επλήγησαν βαρύτατα από την οικονομική κρίση, αλλά και από την πολιτική των μνημονίων. Νομίζω ότι ήταν, όπως σας είπα προηγουμένως, μια κίνηση ελάχιστου καθήκοντος. Και το προβληματικό -αν θέλετε- τουλάχιστον είναι ότι αυτή η κίνηση δεν βρήκε τη στήριξη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μάλιστα με έναν –θα έλεγε κανείς- περίεργο τρόπο. Δηλαδή, ενώ στην αρχή η Ν.Δ. είχε πει ότι θα ψηφίσει το συγκεκριμένο μέτρο, ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα, για λόγους που μπορούμε να συζητήσουμε στη συνέχεια, άλλαξε την απόφασή της και τελικά κατέληξε στο «παρών» στην ψηφοφορία»

Για την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά και για τη χρονική διάρκεια του μέτρου:

«Μιλάμε κατά κύριο λόγο για νησιά, τα οποία έχουν υποστεί το βάρος της προσφυγικής κρίσης. Μιλάμε για νησιά τα οποία έχουν προβλήματα σε ό,τι αφορά την οικονομική δραστηριότητα εξαιτίας της μείωσης της τουριστικής κίνησης και τα οποία θεωρήσαμε ότι ήταν αναγκαίο να μην επιβαρυνθούν με τον επιπλέον ΦΠΑ, ο οποίος προβλεπόταν στη συμφωνία του Ιουλίου-Αυγούστου 2015 για μετά την 1/1/2017»

«Μια νομική διάταξη δεν μπορεί να έχει αόριστο χρόνο. Την κάνεις για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για ένα έτος και στη συνέχεια, εάν δούμε ότι η προσφυγική κρίση συνεχίζεται, ότι υπάρχουν δημοσιονομικές δυνατότητες και βεβαίως ότι δεν έχει επανέλθει η οικονομική δραστηριότητα στα συγκεκριμένα νησιά στην προηγούμενη κατάσταση, προφανώς θα περάσουμε σε μια νέα αναστολή. Και να ξέρετε ότι, τουλάχιστον επί της ουσίας του θέματος, δεν υπάρχει και καμία διαφωνία εκ μέρους των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και όλων όσοι συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση σε σχέση με το μέτρο αυτό»

Για τις αντιδράσεις των θεσμών στις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού:

«Η συμφωνία του Αυγούστου του 2015 λέει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παίρνει αποφάσεις, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν τέτοια δημοσιονομική επίπτωση που θα οδηγήσει σε εκτροχιασμό του προγράμματος. Η συγκεκριμένη πολιτική απόφαση που πήρε η κυβέρνηση, κατά την ομολογία όχι της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά του συνόλου των θεσμών, δεν δημιουργεί πρόβλημα δημοσιονομικό, ούτε στο 2016, ούτε στο 2017, ούτε στο 2018»

«Έχουμε μια κυρίαρχη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία δεν επηρεάζει την πορεία του προγράμματος. Αντιθέτως, αποτελεί το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της συμφωνίας και την αξιωματική αντιπολίτευση, αντί να στηρίξει τη συγκεκριμένη απόφαση, να προστρέξει να στηρίξει την πιο ακραία και την πιο αυστηρή στάση ενός εκ των δανειστών. Για ποιο λόγο; Διότι επιθυμεί διακαώς να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις. Αυτό φαίνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή καθαρότητα. Η Ν.Δ. δεν επιθυμεί, αυτή τη στιγμή, να έχουμε μια καλή πορεία και μια θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Αντιθέτως, επιθυμεί τον εκτροχιασμό του προγράμματος. Και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τρέχει και συντάσσεται για άλλη μια φορά με τους πλέον ακραίους από τους δανειστές»

«Η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει το πρόγραμμα, πετυχαίνει ένα δύσκολο πρόγραμμα, πετυχαίνει τους στόχους. Για πρώτη φορά βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, όπου όχι απλώς πετυχαίνουμε τους στόχους, αλλά υπεραποδίδουν τα έσοδα. Και αυτή η προσπάθεια οδηγεί και στη δυνατότητά της, χωρίς κίνδυνο, να μπορέσει να αναδιανείμει τους πόρους τους οποίους έχει στη διάθεσή της»

Για το αν ήταν ενήμεροι οι θεσμοί για τις εξαγγελίες:

«Οι θεσμοί γνώριζαν ότι επιθυμούμε την υπεραπόδοση των εσόδων να την αναδιανείμουμε με κοινωνικό τρόπο. Από εκεί και πέρα, δεν υπήρξε συζήτηση για τις λεπτομέρειες των αποφάσεων τις οποίες τελικώς πήραμε. Η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε για τις προθέσεις της. Από εκεί και πέρα, δεν ενημέρωσε σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Θεωρούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο έδρασε η ελληνική κυβέρνηση είναι απολύτως εντός προγράμματος. Είναι απολύτως δικαίωμα της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει όλα όσα έκανε. Και αυτό σας λέω ότι αποτυπώνεται και στην έκθεση που έχουν κάνει οι θεσμοί για το συγκεκριμένο μέτρο, παρά την αυστηρή γλώσσα»

Για το αν οι δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων και του εκπροσώπου του κ. Ντάισελμπλουμ, διαμορφώνουν αρνητικό κλίμα και ανησυχία για την Ελλάδα:

«Αυτό εξαρτάται από το πού επιλέγει κανείς να εστιάσει. Επιλέγει να εστιάσει στο ερώτημα που έθεσε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ή στην πλειάδα δηλώσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής από Επιτρόπους, από Ευρωπαίους αξιωματούχους, από τον κ. Μοσκοβισί, από τον κ. Σαπέν, από τον κ. Ολάντ, από τον κ. Πιτέλα […]»

«Αυτή τη στιγμή, το κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη είναι ένα κλίμα στήριξης των προσπαθειών που κάνει η ελληνική κυβέρνηση. Είναι ένα κλίμα θετικό σε ό,τι αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Είναι ένα κλίμα θετικό σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά μας να κλείσουμε την αξιολόγηση το δυνατόν συντομότερα. Το προβληματικό είναι ότι υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, αλλά και δημοσιογραφικοί όμιλοι, οι οποίοι επιλέγουν διαρκώς να εστιάζουν στις δηλώσεις των πιο σκληρών εκ των δανειστών, δημιουργώντας μάλιστα ένα κλίμα το οποίο είναι διαστρεβλωτικό της πραγματικότητας»

Για τα σενάρια που αναφέρονται στη μη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης:

«Κατά τον ίδιο τρόπο που φώναζαν για καιρό ότι δεν πρόκειται να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση, ότι θα πέσει η κυβέρνηση, ότι η ελληνική οικονομία καταστρέφεται, ότι τα πράγματα πηγαίνουν διαρκώς από το κακό στο χειρότερο και τελικά διαψεύστηκαν επανειλημμένα, κατ΄ εξακολούθηση, κατά τον ίδιο τρόπο αυτές οι φωνές της καταστροφολογίας, της κινδυνολογίας, του μη σεβασμού στις προσπάθειες που κάνει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας για να ανταπεξέλθει στα, πραγματικά, πολύ μεγάλα βάρη της κρίσης, και αυτή τη φορά θα πέσουν στο κενό»

Για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα θέματα της διαπραγμάτευσης:

«Θα έπρεπε, τουλάχιστον, να υπάρχει μια συνολική συμφωνία. Για παράδειγμα, για το γεγονός ότι πρέπει να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς νέα μέτρα τα οποία ζητά το ΔΝΤ. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: η κυβέρνηση δίνει αυτή τη στιγμή έναν πολιτικό αγώνα, ένα διαπραγματευτικό αγώνα. Να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς νέα μέτρα από το ΔΝΤ. Η Ν.Δ., όπως κι αν ορίζει κανείς το δημόσιο συμφέρον, θα πρέπει να τοποθετηθεί για το εάν και κατά πόσο θεωρεί ότι είναι ορθή η μάχη που δίνει αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση ή όχι. Όπως και να ορίζει κανείς το δημόσιο συμφέρον, δεν μπορεί να αποδεχθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι θα πρέπει να υπάρξει μια νέα επιβάρυνση και μάλιστα για το 2019»

«Ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι συμφωνεί με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του ΔΝΤ, είπε ότι η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς, είπε μια σειρά από πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, εγώ τα αφήνω αυτά, γιατί αυτά έχουν να κάνουν με τη σύγκρουση Αριστεράς-Δεξιάς. Έχουν να κάνουν με τη σύγκρουση της μιας αριστερής πολιτικής αντίληψης και μιας φιλελεύθερης πολιτικής αντίληψης. Αυτά, βεβαίως, να ακούγονται. Ο λαός ακούει, κρίνει, συγκρίνει προγράμματα, συγκρίνει πολιτικές. Εγώ αυτό το οποίο ρωτώ είναι αν ο κ. Μητσοτάκης συμφωνεί ή δεν συμφωνεί με την προσπάθεια που κάνει αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση να μην υπάρξουν εκ νέου μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, όπως ζητά το ΔΝΤ. Δεν μιλώ, αυτή τη στιγμή, για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν μιλώ για τις ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Δεν μιλώ για το μείγμα πολιτικής των δημοσιονομικών μέτρων. Μιλώ για κάτι πολύ συγκεκριμένο: 4,2 δις ζητά το ΔΝΤ για το 2019. Η Ν.Δ. τι λέει ως προς τον αγώνα που δίνει, αυτή τη στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση;»

Για τη διαπραγμάτευση, τις δεσμεύσεις της χώρας και τη στάση του ΔΝΤ:

«Το είπε και ο κ. Ντομπρόφσκις σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή της Κυριακής» ότι κανονικά οι διαφορές αυτές είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να γεφυρωθούν πάρα πολύ γρήγορα. Ωστόσο, υπάρχει ο σκόπελος της στάσης του ΔΝΤ. Εδώ, δεν μιλάμε για ένα πρόβλημα το οποίο αφορά την Ελλάδα ή στη σχέση της με τους δανειστές. Εδώ μιλάμε για μια πλανητικού χαρακτήρα απόφαση: αν το ΔΝΤ θα συνεχίσει ή δεν θα συνεχίσει να συμμετέχει στα προγράμματα των χωρών της Ευρωζώνης. Το να εστιάζουμε για αντιπολιτευτικούς λόγους, μικροκομματικούς λόγους, τη συζήτηση στην πιθανή ευθύνη της κυβέρνησης για το αν και κατά πόσο δεν κλείνει η αξιολόγηση, επειδή το ΔΝΤ ζητά αυτά, είναι εντελώς διαστρεβλωτικό της πραγματικότητας. Δεν έχει καμία σχέση με όσα τεκταίνονται, αυτή τη στιγμή, στο σύνολο των οικονομιών του δυτικού κόσμου»

«Το ΔΝΤ οφείλει κάποια στιγμή να απαντήσει για το τι ακριβώς θέλει να κάνει με το ελληνικό πρόγραμμα. Εάν αυτό θα είναι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση ή θα είναι μετά το κλείσιμό της, αυτό είναι θέμα το οποίο απασχολεί κατά κύριο λόγο ή πρέπει να απασχολεί το ΔΝΤ»

«Δεν συζητάμε αυτό (σ.σ. την αποχώρηση του ΔΝΤ). Εμείς αυτό το οποίο συζητάμε είναι: τον τρόπο με τον οποίο θα βρεθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας, ένας συμβιβασμός, ο οποίος θα δώσει τη δυνατότητα για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης χωρίς νέα μέτρα. Σας θυμίζω ότι το ΔΝΤ έμεινε στο πρόγραμμα και κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης, παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν υπέκυψε, όπως ζητούσε τότε η Ν.Δ. για να υπογράψουμε άρον-άρον, στις απαιτήσεις του για 3,6 δις μέτρα το 2018. Αντιθέτως, βρέθηκε ένας συμβιβασμός, ο οποίος δεν λέει κανείς ότι είναι εύκολος»

Για το αν υπάρχουν δεσμεύσεις της κυβέρνησης για την περίοδο πέραν του 2018:

«Έχει σημασία να ξεκαθαρίζουμε ορισμένα πράγματα, διότι φαίνεται ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η συζήτηση, που πετάγονται αριθμοί από εδώ, υποτιθέμενες δεσμεύσεις από κει, στην πραγματικότητα αυτό το οποίο κάνει είναι να απλώνει ένα σκοτάδι, μία ομίχλη, όπου στο τέλος κανένας δεν καταλαβαίνει τίποτα. Να ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μία δέσμευση για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2018 και από εκεί και πέρα το πρόγραμμα προβλέπει ότι θα συζητηθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα οποία, εάν παρθούν, θα συμπαρασύρουν προς τα κάτω και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτή τη στιγμή το πρόγραμμα δουλεύει με την παραδοχή, η οποία είναι υπό αίρεση, υπό αίρεση ότι δεν έχουν παρθεί ακόμη τα μακροπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Όταν λοιπόν ξεκινήσει η συζήτηση γι’ αυτά τα ζητήματα, θα ξεκινήσει και η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα»

«Αυτό, λοιπόν, το οποίο συζητείται αυτή τη δεδομένη στιγμή που μιλάμε, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, είναι: «Πιάνει η Ελλάδα τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, σύμφωνα με τις προβλέψεις των δανειστών της;». Και υπάρχουν τρεις θεσμοί που λένε ότι «ναι, πιάνει 3,5% χωρίς να χρειαστούν νέα μέτρα». Δεν μιλάμε για το δημοσιονομικό κενό των 200 εκατομμυρίων το οποίο έχει προκύψει και το οποίο είναι πάρα πολύ εύκολα γεφυρώσιμο. Πιάνει λοιπόν τους στόχους η Ελλάδα το 2018. Σας ξαναλέω, ESM, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Κομισιόν συμφωνούν σ’ αυτό. Και από την άλλη μεριά, υπάρχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο λέει: «Με τα μέτρα τα οποία έχετε πάρει τώρα και σύμφωνα με τις προβλέψεις μου, δεν μπορείτε να πιάσετε 3,5% το 2018, αντιθέτως θα πιάσετε 1,5%». Αυτό δημιουργεί ένα δημοσιονομικό κενό, της τάξης του 2%. Γι’ αυτό τον λόγο, στην πρώτη αξιολόγηση για να υπάρξει μία πρόσθετη εγγύηση προς το ΔΝΤ, περάσαμε τη ρύθμιση για το δημοσιονομικό φρένο. Έτσι, το ΔΝΤ είπε: «Καλώς, δεν βάζω κώλυμα για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης». Κλείσαμε την πρώτη αξιολόγηση και όλα πήγαν έτσι όπως δεν θεωρούσε ότι θα πάνε η ΝΔ τότε, που κινδυνολογούσε, καταστροφολογούσε κατά τον ίδιο τρόπο όταν κινδυνολογούσε ότι η χώρα πηγαίνει στα βράχια, πηγαίνει στον γκρεμό. Το 2019 το ΔΝΤ λέει: «Σύμφωνα με τις προβλέψεις μου, δεν μπορείτε να πιάσετε το 3,5% που προβλέπεται αυτή τη στιγμή από το πρόγραμμα. Επομένως λέω, είτε θα πάμε σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5%, άρα θα συζητήσουμε τώρα για τη ρύθμιση του χρέους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είτε, εάν δεν συζητήσουμε τώρα για μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα, θα αποδεχθώ το 3,5% που λένε οι Ευρωπαίοι, ωστόσο, για να το αποδεχθώ θα πρέπει να βγαίνουν και οι δικές μου προβλέψεις». Οι καταστροφολογικές προβλέψεις που κάνει το ΔΝΤ και οι οποίες να θυμίσω ότι έχουν πέσει όλες έξω, την τελευταία διετία τουλάχιστον. Για να μην μιλήσουμε για τις παλιότερες προβλέψεις του, που ήταν εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα. Άρα, λοιπόν, σας λέω ότι αυτό το οποίο λέμε εμείς είναι ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή η δυνατότητα να βρεθεί ένας πολιτικός συμβιβασμός, μία ισορροπία που θα οδηγήσει στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, χωρίς νέα μέτρα. Και το ερώτημα που τίθεται σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις είναι, εάν υποστηρίζουν αυτή την πολιτική και διαπραγματευτική γραμμή που έχει η κυβέρνηση ή θεωρούν ότι θα πρέπει να κλείσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση (αλλά εάν το θεωρούν, πρέπει να το πουν) παίρνοντας τα μέτρα που ζητά το ΔΝΤ»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να κλείσουμε τη β΄ αξιολόγηση δεχόμενοι τις απαιτήσεις του ΔΝΤ. Δεν θέλω να υπάρξει καμία παρεξήγηση σε σχέση με αυτό. Είναι απολύτως δεδομένο ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει αποδεκτά τα μέτρα τα οποία προτείνει το ΔΝΤ»

Για το ρόλο της Γερμανίας στις διαπραγματεύσεις:

«Η Γερμανία και το ΔΝΤ αυτή τη στιγμή έχουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διαπραγμάτευση. Η Γερμανία ζητά κάτι το οποίο είναι αδύνατο: Και το ΔΝΤ εντός προγράμματος, αλλά και καμία ρύθμιση για το χρέος.

Αυτή η αντίφαση της πολιτικής γραμμής της Γερμανίας, είναι στην πραγματικότητα η αντίφαση που ακολουθεί από την αρχή του το ελληνικό πρόγραμμα. Σας λέω, λοιπόν, ότι, όπως βρέθηκε λύση όλες τις προηγούμενες φορές, οι συντριπτικά μεγαλύτερες πιθανότητες είναι πως θα βρεθεί λύση και αυτή τη φορά και πλέον θα μπούμε στην τελική ευθεία για την τελική έξοδο από το πρόγραμμα»

Για το αν υφίσταται η πιθανότητα ρήξης:

«Με βάση το κλίμα που διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, με βάση τις δηλώσεις των επιτρόπων, με βάση τις δηλώσεις όλων όσων εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση για το ελληνικό ζήτημα, δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι οδηγούμαστε σε μία κατάσταση ρήξης. Σας ξαναλέω ότι, τουλάχιστον έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα, θα περιμένουμε να δούμε και τις εξελίξεις των επόμενων ημερών σε ό,τι αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, για να έχουμε και μια πιο καθαρή εικόνα. Διότι εγώ δεν θέλω να προεξοφλήσω θετικές εξελίξεις κλπ. Αυτά μένουν να τα δούμε. Και να δούμε ποιος θα δικαιωθεί και ποιος δεν θα δικαιωθεί. Σας λέω, λοιπόν, ότι κατά την εκτίμησή μου θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις το επόμενο διάστημα και έχει προκύψει από το γενικό κλίμα ότι υπάρχει δυνατότητα ενός συμβιβασμού, ενός σημείου ισορροπίας, ο οποίος θα ευνοεί όλες τις πλευρές ή, εν πάση περιπτώσει, θα λύνει μια δύσκολη εξίσωση που έχουμε αυτή τη στιγμή μπροστά μας»

Για τα σενάρια που θέλουν την αξιολόγηση να κλείνει την Άνοιξη:

«Οι αξιολογήσεις μας για το πώς πρόκειται να κινηθούν τα πράγματα, να μην βασίζονται σε διαρροές, που γίνονται και για λόγους πολιτικής πίεσης, διαπραγματευτικής πίεσης, καθώς όταν βρισκόμαστε στην τελική ευθεία καταλαβαίνετε ότι η συζήτηση ανάβει απ’ όλες τις πλευρές, γιατί τελικά φαίνεται ότι κοντεύουμε σε ένα σημείο ισορροπίας»

«Περιμένουμε τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά το ζήτημα που έχει προκύψει με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι δεν θα έχουμε θετική εξέλιξη στο συγκεκριμένο. Από εκεί και πέρα, οι τεχνικές διαπραγματεύσεις συνεχίζονται. Όπως έχει δηλώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολλάκις, βρισκόμαστε πάρα πολύ κοντά στο 95% των ζητημάτων. Αυτό που απομένει, είναι να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να υπάρξει ένα σημείο ισορροπίας σε ό,τι αφορά την απαίτηση του ΔΝΤ για τα επιπλέον μέτρα μετά το 2018. Νομίζω ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ο συσχετισμός στην Ευρώπη για το ΔΝΤ, να επιβάλει μια τέτοια πολιτική επιλογή και γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος ότι η αξιολόγηση θα πάρει τον δρόμο της και το συντομότερο δυνατόν, στη φάση όλων όσων έχουν ειπωθεί, θα μπορέσει να κλείσει. Αυτό νομίζω ότι είναι το σενάριο, με τις συντριπτικά μεγαλύτερες πιθανότητες αυτή τη στιγμή»

Για τα σενάρια σχετικά με το Grexit:

«Το σενάριο του Grexit σε οποιουδήποτε το μυαλό κι αν έχει μείνει, δεν είναι αυτή τη στιγμή στο μυαλό ούτε των οικονομικών αναλυτών ούτε των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ούτε των ευρωπαϊκών θεσμών»

«Η συζήτηση για Grexit έχει κλείσει μια και καλή. Και το να επαναφέρουμε στην κουβέντα το ζήτημα αυτό, το μόνο που κάνει είναι να προσθέτει ανησυχία και αβεβαιότητα, κυρίως στους έλληνες πολίτες. Διότι κανένας στο εξωτερικό αυτή τη στιγμή δεν συζητά σοβαρά για την πιθανότητα ενός Grexit»

Για την πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη:

«Το δεδομένο είναι το εξής: Ότι αυτή τη στιγμή την κατάσταση την οποία δημιούργησε η Ευρώπη, η συντηρητική γραμμή και η γραμμή του νεοφιλελευθερισμού την οποία υπηρέτησαν στην Ελλάδα και η Ν.Δ. αλλά και το ΠΑΣΟΚ φτάνει σε σημείο πολιτικής έκρηξης. Και το πολιτικό επίδικο σε αυτή τη φάση είναι, αν η αμφισβήτηση των κυρίαρχων πολιτικών θα έρθει από την Αριστερά και θα έχει προοδευτικό πρόσημο ή θα οδηγήσει την Ευρώπη σε πάρα πολύ σκοτεινές εποχές. Αυτό είναι το πολιτικό ερώτημα της εποχής. Δεν μπορούμε να επανέλθουμε, δεν πρόκειται να επανέλθουμε, όσο και αν το θέλει η Ν.Δ. και τα αδελφά συντηρητικά της κόμματα στην περίοδο της απόλυτης πολιτικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθουμε στην περίοδο της απόλυτης πολιτικής και οικονομικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, έτσι όπως τον ζήσαμε τη δεκαετία του ‘ 90 και του 2000. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής οδήγησαν σε μια τεράστια παγκόσμια οικονομική κρίση και αυτή τη στιγμή το μεγάλο πολιτικό ερώτημα είναι, εάν η αμφισβήτηση αυτών των πολιτικών θα πάρει πρόσημο προοδευτικό, αριστερό, ριζοσπαστικό. Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο σε μια χώρα»

Για τη δυσφορία των πολιτών σχετικά με την πορεία της Ε.Ε. που καταγράφεται σε έρευνες:

«Ουδείς μπορεί να είναι ευχαριστημένος με την πορεία της Ε.Ε. Ουδείς μπορεί να είναι ευχαριστημένος με την κατάσταση της λιτότητας, της εξαιρετικά μεγάλης οικονομικής πίεσης που δέχεται η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού στη χώρα μας. Όλα αυτά είναι προφανή, είναι δεδομένα και ουδείς θέλει να τα παραγνωρίσει. Αντιθέτως, αυτό το οποίο προσπαθούμε να κάνουμε κάθε φορά είναι με δεδομένο το συντριπτικό συσχετισμό δύναμης, με δεδομένα τα προβλήματα, με δεδομένους τους περιορισμούς να υποστηρίζουμε διαπραγματευτικά, αλλά και στην καθημερινότητα τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία με τον τρόπο τον οποίο μπορούμε»

Για το αν οι δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων απέναντι στη ΝΔ και οι περιοδείες του Πρωθυπουργού δείχνουν κατεύθυνση πρόωρων εκλογών:

«Ο Πρωθυπουργός κάνει περιοδείες όπως έκανε και το προηγούμενο διάστημα για να ανακοινώσει πολιτικές, για να ακούσει τα προβλήματα των κοινωνιών, των τοπικών φορέων. Δεν νομίζω ότι πρέπει να συνδέονται οι πρωτοβουλίες που παίρνει ο Πρωθυπουργός με οποιοδήποτε εκλογικό σενάριο. Από εκεί και πέρα, στην πολιτική σύγκρουση, ειδικά όταν τα ζητήματα είναι καυτά, θα υπάρχουν πολιτικές συγκρούσεις και είναι καλές οι πολιτικές συγκρούσεις. Δεν νομίζω ότι θα μπορούμε να πιαστούμε από μια δήλωση ή από το διάβασμα του προγράμματος του Πρωθυπουργού για να ξεκινήσουμε να σεναριολογούμε»

Για το «κοινωνικό μέρισμα» Σαμαρά και τη στάση τότε του ΣΥΡΙΖΑ:

«Το 2014 το μέρισμα ήρθε με έναν τρόπο ο οποίος το ενέτασσε σε ένα πάρα πολύ μεγάλο νομοσχέδιο μνημονιακού χαρακτήρα με το οποίο είχαμε συγκεκριμένες διαφωνίες και το οποίο είχαμε καταψηφίσει»

«Τα 450 εκατ. ευρώ τα οποία είχε δώσει τότε ο κ. Σαμαράς, δεν τα είχε να τα δώσει. Και αναγκάστηκε να πάρει έντοκο γραμμάτιο για να τα δώσει. Επομένως, εντασσόταν σε μια απολύτως προεκλογική λογική, η οποία ήθελε να χρυσώσει το χάπι. Στη συνέχεια έγιναν όσα έγιναν. Ευτυχώς, έγιναν οι εκλογές του Γενάρη του 2015 και άλλαξε η καταστροφική οικονομικά και κοινωνικά συμφωνία την οποία είχαν υπογράψει οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος»

Για τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία:

«Η συμφωνία την οποία εφαρμόζουμε δεν είναι μια εύκολη συμφωνία. Δεν είναι μια συμφωνία δημοσιονομικής επέκτασης, έτσι όπως θεωρούσαμε ότι είναι το ορθό, έτσι ώστε πάρα πολύ σύντομα η ελληνική οικονομία να ανακάμψει και να έρθει σε μια κατάσταση τέτοια που θα μπορεί να καρπωθεί τα οφέλη της ανάπτυξης. Το πρώτο είναι αυτό. Το δεύτερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την πολιτική τιμιότητα, μετά από μια σκληρή διαπραγμάτευση 7-8 μηνών, ήταν η πρώτη κυβέρνηση η οποία επέλεξε τη συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική και τη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, η οποία ήταν μια επιλογή που υπαγορεύτηκε από το καθήκον μας απέναντι στον ελληνικό λαό να προχωρήσει σε εκλογές μετά τη συμφωνία. Όπου δήλωσε με πολύ κατηγορηματικό τρόπο ότι αυτά καταφέραμε, αυτά μπορέσαμε να κάνουμε, κατ` αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να αλλάξουμε τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Και από εκεί και πέρα, αυτό το οποίο ζητάμε είναι μια εντολή για διαρκή διαπραγμάτευση και εφαρμογή της συμφωνίας την οποία έχετε μπροστά σας. Δεν πήραμε την πολιτική επιλογή να υλοποιήσουμε μια συμφωνία χωρίς την εντολή του ελληνικού λαού. Και νομίζω ότι αυτό όλοι οι πολίτες το αναγνωρίζουν. Την τιμιότητα τουλάχιστον που είχαμε, να πάμε και να πούμε ότι αυτό ήταν αυτό το οποίο καταφέραμε, το οποίο δεν είναι λίγο, αλλά σας ξαναλέω ότι θα θέλαμε να είχαμε πετύχει περισσότερα και να το υλοποιήσουμε»

Για την ανάγκη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων:

«Αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία περνάει σε μια φάση ανάκαμψης. Όλες οι προβλέψεις λένε ότι το 2016 θα κλείσει θετικά παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις πολλών. Θα κλείσει, λοιπόν, θετικά. Είναι πάρα πολύ κρίσιμο να υπάρχει μια κυβέρνηση η οποία έχει ως βασικό στόχο η ανάπτυξη να ωφελήσει τους πολλούς. Και αυτό γίνεται με συγκεκριμένες θεσμικές παρεμβάσεις από τη δική μας μεριά, κορυφαία εκ των οποίων είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι το όπλο των εργαζομένων, έτσι ώστε στη διαπραγμάτευσή τους με την εργοδοσία να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο, να διεκδικούν να μεγαλώνει το μερίδιο των μισθών στο συνολικό προϊόν. Αυτό είναι μια πολιτική επιλογή, η οποία ορίζει και τις διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό σύστημα»

Για τις διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό σύστημα:

«Από τη μια μεριά έχουμε την Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ που λέει «συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενίσχυση των εργαζομένων, έτσι ώστε να μεγαλώνει το μερίδιο των μισθών στο συνολικό ΑΕΠ». Από την άλλη μεριά έχουμε τη ΝΔ η οποία συνεπής στη φιλελεύθερη αντίληψή της λέει ότι ο μοναδικός τρόπος για να περάσουμε στην ανάπτυξη είναι το πλήρες ξεχαρβάλωμα της αγοράς εργασίας. Είναι οι φοροαπαλλαγές στις μεγάλες επιχειρήσεις, είναι το να σταματήσουμε να φορολογούμε τα μερίσματα, των κερδών δηλαδή, είναι πράγματα τα οποία έχει πει ο κ. Μητσοτάκης. Κατ` αυτόν τον τρόπο ορίζεται αυτή τη στιγμή η πολιτική διαχωριστική γραμμή στο σήμερα. Πάνω σε αυτή την πολιτική διαχωριστική γραμμή συγκρούονται οι πολιτικές δυνάμεις. Και σας ξαναλέω ότι προφανώς μια κυβέρνηση η οποία εφαρμόζει ένα δύσκολο πρόγραμμα θα έχει φθορά. Ωστόσο θεωρώ ότι ο κόσμος καταλαβαίνει και αυτό θα εκφραστεί στην ώρα του, ποια είναι η κυβέρνηση εκείνη η οποία παλεύει για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας και ποιες είναι οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες θεωρούν ότι ο μόνος τρόπος για να προοδεύσουν οι κοινωνίες είναι τα δώρα σε αυτό το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως ολιγαρχία»

«Αυτό το οποίο λέμε είναι ότι χρειαζόμαστε δημοσιονομικό χώρο για να υπάρξει καλύτερη κατανομή των βαρών, αναδιανομή του εισοδήματος, έτσι ώστε να στηριχθεί η κοινωνική πλειοψηφία. Βασική διαχωριστική γραμμή, αυτή τη στιγμή, είναι η διαχωριστική γραμμή που λέει ότι τα οφέλη της ανάπτυξης πρέπει να συμμετέχουν και οι εργαζόμενοι. Για να συμμετέχουν οι εργαζόμενοι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ, είναι αναγκαία η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Κάτι το οποίο η φιλελεύθερη παράταξη, η Ν.Δ., θεωρεί ότι είναι μια ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς. Λοιπόν, εμείς δεν το θεωρούμε ιδεοληπτική εμμονή. Το δεύτερο πράγμα είναι ότι θεωρεί η Ν.Δ., ο κ. Μητσοτάκης, ότι μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση, μειώνοντας τους φόρους στα μερίσματα και στις μεγάλες επιχειρήσεις και κόβοντας δαπάνες από υγεία, παιδεία και κοινωνικό κράτος. Εδώ, λοιπόν, συγκρούονται στην πραγματικότητα δύο κόσμοι. Κανείς δεν λέει ότι δεν πρέπει να μειωθούν οι φόροι στους εργαζόμενους, στη μισθωτή εργασία, στους αυτοαπασχολούμενους, όμως εδώ δεν πρόκειται περί αυτού, δεν συζητάμε γι’ αυτό. Η Ν.Δ. έχει εντελώς διαφορετική αντίληψη. Ο στόχος της είναι η μείωση των φόρων στις μεγάλες επιχειρήσεις, η μείωση στα μερίσματα των κερδών, η μη αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ειδική οικονομική ζώνη στην Ελλάδα όπου υποτίθεται, σύμφωνα με το αφήγημα που επικράτησε στη χώρα το ΄90 και το 2000, θα δημιουργήσει επενδυτικές ευκαιρίες για όλους και αυτό στην πραγματικότητα θα φέρει την ανάπτυξη, όπου κάποια στιγμή θα ωφελήσει και τον κόσμο της εργασίας. Λοιπόν, αυτές είναι δύο συγκρουόμενες πολιτικές αφηγήσεις και δεν πρόκειται ποτέ να μπορέσουν να συντεθούν. Και γι’ αυτό το λόγο υπάρχει και η πολιτική σύγκρουση και ευτυχώς που υπάρχει»