𝞖 κυβέρνηση φαίνεται ότι δημοσκοπικά έχει μπει σε έναν κύκλο φθοράς, χωρίς όμως να εισπράττει εντυπωσιακά οφέλη προς το παρόν ο ΣΥΡΙΖΑ. Πού θεωρείτε ότι οφείλεται αυτό;
Η πολιτική φάση την οποία διανύουμε δεν είναι απλώς φάση φθοράς της κυβέρνησης. Εκτιμώ ότι προοικονομεί ευρύτερες ανακατατάξεις των κοινωνικών εκπροσωπήσεων και συνακόλουθα των πολιτικών συσχετισμών. Ούτως ή άλλως ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, της επισφάλειας, οι άνεργοι και η νεολαία ποτέ δεν εκφράστηκαν κυρίαρχα από τη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, τα μεσαία μισθωτά στρώματα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σήμερα βλέπουν τα αδιέξοδα που συσσωρεύει η πολιτική Μητσοτάκη και με τις επιλογές διαχείρισης της πανδημίας αλλά και συνολικότερα. Αρχίζουν να κατανοούν ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης διαμορφώνεται με μοναδικό γνώμονα την ενίσχυση των μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς η πανδημία αξιοποιήθηκε ως ευκαιρία για την επιτάχυνση του σχεδίου εκκαθάρισης των λεγόμενων μη ανταγωνιστικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη μείωση μισθών και τον περιορισμό της αυτοαπασχόλησης. Αυτό είναι κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού και σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Όλα αυτά δημιουργούν σήμερα προϋποθέσεις για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και τη διαμόρφωση μιας νέας πλειοψηφίας, δημοκρατικής και προοδευτικής. Αυτό που χρειάζεται σήμερα λοιπόν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να συνεχίσει τη μαχητική και δομική αντιπολίτευση στη βάση του προγραμματικού πλαισίου που ήδη έχει διαμορφώσει, με άξονες τη στήριξη της εργασίας, την ενίσχυση των μικρομεσαίων, τη διαγραφή του ιδιωτικού χρέους, τη συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού κράτους και την αποκατάσταση της θεσμικής ομαλότητας με βαθιές δημοκρατικές τομές στο κράτος και την κοινωνία.
𝞖 Ν.Δ. ως αντιπολίτευση συγκρότησε και έστησε τη στρατηγική της γύρω από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 έως το 2015 ηγήθηκε του λεγόμενου αντιμνημονιακού μετώπου. Ποια είναι η στρατηγική σας σε επίπεδο κοινωνικών συμμαχιών για να συγκροτηθεί μια νέα διαιρετική τομή και εν δυνάμει μια κοινωνική πλειοψηφία απέναντι στην κυβέρνηση;
Νομίζω ότι τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Η Ν.Δ. πράγματι επένδυσε στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, όμως αυτό από μόνο του δεν εξηγεί τη νίκη της. Στην πραγματικότητα, κατάφερε να ενοποιήσει τον κόσμο της Δεξιάς μέσω της εθνικιστικής ρητορικής, ενώ δημιούργησε ρωγμές στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα μεσαία στρώματα. Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Σήμερα αυτό που κρίνεται είναι η διαχείριση της πανδημίας αλλά και της μεταπανδημικής κρίσης.
Και όπως σας έλεγα, διαμορφώνονται, λόγω των αδιεξόδων που συσσωρεύει η κυβέρνηση, οι όροι για μια νέα κοινωνική πλειοψηφία όπως την περιέγραψα προηγουμένως. Αυτό λοιπόν που πρέπει να μας ενδιαφέρει τώρα δεν είναι μια νέα αρνητικού χαρακτήρα διαιρετική τομή αλλά ο τρόπος που θα ενοποιηθούν τα διαφορετικά αλλά συγκλίνοντα κοινωνικά συμφέροντα της πλειοψηφίας μέσα από ένα σαφές στρατηγικό σχέδιο ανάταξης της οικονομίας με αναδιανομή, συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού κράτους, ενίσχυση της μισθωτής εργασίας και στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η διαιρετική τομή, όχι στο επίπεδο της αυστηρής θεωρίας αλλά της καθημερινής πολιτικής και των ιδεολογικών αναπαραστάσεων, είναι λοιπόν λαός / κοινωνική πλειοψηφία από τη μια μεριά και ελίτ από την άλλη.
𝞞 ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο για τα εργασιακά ως τη «μητέρα των μαχών». Η οργανωμένη κοινωνία -συνδικάτα, φορείς- μάλλον είναι σε φάση ανασυγκρότησης. Ποιοι θα δώσουν αυτή τη μάχη; Είναι ευκαιρία για να ανασυγκροτηθούν με πιο ταχείς ρυθμούς; Αν περάσει το νομοσχέδιο από τη Βουλή, υπάρχει στρατηγική ανατροπής του από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;
Πράγματι εδώ και καιρό τα συνδικάτα βρίσκονται σε κρίση. Η περίοδος των Μνημονίων, ο κατακερματισμός των χώρων εργασίας, η επέκταση μορφών ελαστικής εργασίας, η επισφάλεια αλλά και τα ιστορικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου εργατικού κινήματος στην Ελλάδα εξηγούν σε κάποιο βαθμό αυτή την κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην άρνηση της ΓΣΕΕ να προκηρύξει απεργία στις 6 Μαΐου και στην απουσία της από την εργατική κινητοποίηση. Είναι ακριβώς αυτή η στάση που από τη μια απαξιώνει το συνδικαλιστικό κίνημα αλλά από την άλλη ανοίγει και με άλλους όρους τη συζήτηση για την αναγκαιότητα αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών στο συνδικαλιστικό κίνημα. Διότι πλέον δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Όμως αυτό αφορά το μεσοπρόθεσμο διάστημα. Τώρα, σήμερα, τη μάχη θα δώσουν τα πρωτοβάθμια σωματεία, οι ομοσπονδίες του ιδιωτικού τομέα και η ΑΔΕΔΥ, δυστυχώς χωρίς τη στήριξη της ΓΣΕΕ. Από ’κεί και πέρα όμως, είναι δεδομένο ότι η κινητοποίηση αυτή δεν αφορά μόνο τις οργανωμένες δυνάμεις του εργατικού κινήματος αλλά το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων, των ανέργων, τη νεολαία, τον κόσμο της επισφάλειας, τους εργαζόμενους με μπλοκάκι. Ενώ ταυτόχρονα είναι ένα μεγάλο ιδεολογικό στοίχημα η συμμετοχή και των μικρομεσαίων και των αυτοαπασχολούμενων σε αυτό το μεγάλο κίνημα. Και είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει και θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη μεγάλη μάχη, όπως φάνηκε και από την κινητοποίηση της 6ης Μαΐου, ενώ η κατάργηση του νόμου, εφόσον ψηφιστεί, είναι αυτονόητη από μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Άμεση προτεραιότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είναι η μάχη απέναντι στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη και, στη συνέχεια, η διενέργεια της μεγάλης προγραμματικής συνδιάσκεψης στις αρχές του καλοκαιριού, που αποτελεί ορόσημο στη μεγάλη προσπάθεια συγκρότησης μιας νέας αριστερής και προοδευτικής κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας
𝞔ναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, δειλά – δειλά επανερχόμαστε στην κανονικότητα. Πόσο διαφορετικά θα είχε διαχειριστεί την κατάσταση ο ΣΥΡΙΖΑ;
Είμαστε πολύ μακριά ακόμα από την επιστροφή στην κανονικότητα. Το άνοιγμα τομέων της εστίασης και του λιανικού εμπορίου μπορεί να δημιουργεί μια τέτοια εντύπωση, όμως η πανδημία συνεχίζει ακάθεκτη την τραγική πορεία της και η κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι σε θέση να την περιορίσει. Απλώς ποντάρει τώρα στην έλευση του καλοκαιριού, ενώ επιμένει να μην στηρίζει πραγματικά το ΕΣΥ, να μην συνταγογραφεί μαζικά τεστ, να μην προχωρά σε ελέγχους στους μεγάλους χώρους εργασίας, να μην ενισχύει τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να μην παίρνει τα αναγκαία μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας. Ο ιός θερίζει στην Αττική, τα κρούσματα δεν παρουσιάζουν σημαντική πτωτική τάση, ενώ η Ελλάδα έχει περισσότερους νεκρούς ανά εκατομμύριο πληθυσμού ακόμη και από την Ινδία, που είναι πρώτη είδηση σε όλα τα μέσα ενημέρωσης παγκοσμίως.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια στρατηγικού χαρακτήρα αποτυχία της κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί πίσω από το τείχος προστασίας που υψώνουν εκδοτικά συγκροτήματα και τηλεοπτικοί σταθμοί. Με μια αποτυχία όχι απλώς διαχείρισης αλλά ιδεών και στρατηγικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είχε από την αρχή μιλήσει για την ανάγκη μιας άλλης στρατηγικής, μιας στρατηγικής ενίσχυσης του ΕΣΥ, μαζικών τεστ και αυστηρής ιχνηλάτησης, για αυστηρά πρωτόκολλα και ελέγχους στους μεγάλους εργασιακούς χώρους, ενίσχυση των μέσων μεταφοράς. Για όλα αυτά υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, όπως και για μια διαφορετική στρατηγική για την ελληνική οικονομία. Με στήριξη της εργασίας και των μισθών και στήριξη της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και διαγραφή του ιδιωτικού χρέους.
𝞛ε αφορμή την αναφορά σας σε «μηχανισμούς παραεξουσίας», που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, και με βάση την κυβερνητική σας εμπειρία, μπορείτε να μας δώσετε ένα – δύο παραδείγματα τέτοιων μηχανισμών; Ποιες αλλαγές θα προτείνατε στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης;
Παραδείγματα χιλιάδες. Από τις προνομιακές σχέσεις μηχανισμών στο εσωτερικό των υπουργείων με την τρόικα, τις εστίες διαφθοράς στη διοίκηση και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, τη μετατροπή δομών σε οχυρά επιχειρηματικών συμφερόντων, το φιλτράρισμα ή ακόμα και το μπλοκάρισμα πολιτικών αποφάσεων – την παράκαμψη δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας, αν θέλετε να μιλήσουμε με νομικούς όρους. Αυτά τα φαινόμενα εν μέρει περιέγραφε και ο Νίκος Πουλαντζάς όταν δημιούργησε την έννοια της δομικής επιλεκτικότητας του κράτους, στην ανάλυσή του για τον αυταρχικό κρατισμό. Γι’ αυτούς τους μηχανισμούς μίλησα, που τους γνωρίζουν όλοι στην Ελλάδα. Απλώς κάποιοι, η Ν.Δ. δηλαδή και τα ολιγαρχικά συμφέροντα, θέλουν την αναπαραγωγή τους, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θέλει την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και δίνει αγώνα για τη διαφάνεια και τον δημοκρατικό έλεγχο.
𝞞λοκληρώθηκαν οι διαδικασίες, πριν λίγο καιρό, για την εκλογή νομαρχιακών του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος είναι ο απολογισμός και ποια τα επόμενα βήματα;
Ο απολογισμός μόνο θετικός μπορεί να είναι όταν, σε συνθήκη πανδημίας, σχεδόν 17.000 αντιπρόσωποι σε 67 νομαρχιακές συνδιασκέψεις συζήτησαν πολιτικά, έκαναν απολογισμό αλλά και προγραμματισμό δράσης, εμβάθυναν στον στρατηγικό και προγραμματικό προβληματισμό. Το γεγονός μάλιστα ότι αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε διαδικτυακά συνιστά ένα ψηφιακό άλμα για το κόμμα, που πρωτοπορεί όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Είναι λοιπόν μια παρακαταθήκη που δίνει νέα πνοή στο εγχείρημα της διεύρυνσης και της μαζικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, που συνεχίζεται ώστε να αντιστοιχηθεί η πολιτική μας επιρροή με την οργανωτική μας δύναμη και να αποκτήσουμε βαθιές κοινωνικές ρίζες. Στα συνδικάτα, στην Αυτοδιοίκηση, στις επιστημονικές ενώσεις, στα επιμελητήρια και τους συλλόγους.
Σήμερα βεβαίως η άμεση προτεραιότητα είναι η μάχη απέναντι στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη και, στη συνέχεια, η διενέργεια της μεγάλης προγραμματικής συνδιάσκεψης στις αρχές του καλοκαιριού, που αποτελεί ένα ορόσημο στη μεγάλη προσπάθεια συγκρότησης μιας νέας αριστερής και προοδευτικής κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας.
𝞟ριν από λίγες ημέρες η διοίκηση Μπάιντεν μέσω της εκπροσώπου των ΗΠΑ στον ΠΟΥ τάχθηκε υπέρ της άρσης των πατεντών για τα εμβόλια. Η ελληνική κυβέρνηση έχει αρνηθεί διά στόματος Μητσοτάκη να αναλάβει ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για να μην καταργηθεί η ελεύθερη αγορά. Τι δυνατότητες ανοίγει η κατεύθυνση της διοίκησης Μπάιντεν, όχι μόνο στο θέμα του εμβολίου, αλλά και συνολικότερα ως προς τα θέσφατα του νεοφιλελευθερισμού; Πώς σχολιάζετε την εμμονή σε αυτά της κυβέρνησης Μητσοτάκη;
Καταρχάς να πω ότι είναι τελείως κωμική η προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να οικειοποιηθεί την πρόταση Μπάιντεν, την ώρα που την είχε χλευάσει όταν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία τον είχε καλέσει να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία στην Ευρώπη. Στα σοβαρά όμως τώρα, που προφανώς δεν αφορούν και δεν εμπλέκουν κατά κανέναν τρόπο τον κ. Μητσοτάκη: Η πρόταση αυτή καθεαυτή, για όποιους λόγους και αν έγινε, ακόμα και αν αυτοί οι λόγοι δεν είναι κυρίως ιδεολογικοί αλλά πραγματιστικοί, ανοίγει δρόμους και προκαλεί αντικειμενικά μια μεγάλη ρωγμή στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Και η ευρωπαϊκή Αριστερά αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία έχουμε κάθε λόγο να την αξιοποιήσουμε, να την καταστήσουμε όχι απλώς μαχητό αίτημα αλλά κοινωνικό παγκόσμιο κεκτημένο. Η άρνηση βεβαίως της Άνγκελα Μέρκελ είναι μια κακή εξέλιξη -αναμενόμενη βέβαια, με δεδομένο τον ορντολιμπεραλιστικό χαρακτήρα της κυρίαρχης ιδεολογίας στη Γερμανία-, παρ’ όλα αυτά όμως η συζήτηση άνοιξε. Και η έκβαση της μάχης είναι ανοιχτή.