𝚷ρέπει πλέον να το πούμε χωρίς περιστροφές. Η ελληνική δημοκρατία έχει εισέλθει σε μια σκοτεινή περίοδο θεσμικού εκφυλισμού και ιδιότυπης αντιδημοκρατικής εκτροπής με ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δεν πρόκειται εδώ απλώς για τη γνωστή μεταδημοκρατική συνθήκη που έχει επικρατήσει σε πολλά κράτη του ύστερου καπιταλισμού, όπου η δημοκρατική διαμάχη και αντιπαράθεση έχει αντικατασταθεί από την ιδεολογία του τεχνοκρατισμού. Σύμφωνα με αυτή τα ζητήματα που θεωρούνταν παραδοσιακά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης όπως πχ η οργάνωση της παραγωγής, η λειτουργία των Τραπεζών, το ύψος των μισθών, η εργατική νομοθεσία, το μοντέλο οργάνωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, η φορολογία παρουσιάζονται από τους τεχνοκράτες – τεχνολαϊκιστές ως απλώς τεχνικά και ουδέτερα ζητήματα που έχουν μόνο μία ορθή απάντηση για όλους. Απάντηση η οποία όλως τυχαίως είναι πάντοτε η απάντηση του νεοφιλελευθερισμού, η απάντηση των κυρίαρχων τάξεων. Μέσα από αυτό το πρίσμα, την ιδεολογία της μη ιδεολογίας, η πολιτική αποστερείται της ουσίας της και μετατρέπεται σε αντιπαράθεση διαχείρισης. Μεταδημοκρατία, τεχνοκρατισμός, τεχνολαϊκισμός είναι πράγματι προβλήματα του καιρού μας. Και μάλιστα τεράστια καθώς αποτελούν τη μορφή έκφρασης της ιδεολογικής κυριαρχίας του αστικού συνασπισμού εξουσίας στις περισσότερες δυτικές χώρες.
𝚱αι ενώ αυτά τα προβλήματα είναι και δικά μας προβλήματα, εδώ στην Ελλάδα, δεν είναι δυστυχώς τα μόνα. Ισχυρίζομαι ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη σηματοδοτεί μια ποιοτική τομή, το πέρασμα σε μια άλλη ιδεολογική και πολιτική συγκυρία όπου πλέον δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε απλώς τη μεταδημοκρατική συνθήκη, αλλά πολύ περισσότερο ένα καθεστώς που επιτίθεται σε θεσμούς, αρχές και αξίες που αν και δεν μένουν άθικτες δεν αμφισβητούνται ευθέως στα μεταδημοκρατικά καθεστώτα τα οποία, συνήθως, φροντίζουν να τηρούν τουλάχιστον τα κοινοβουλευτικά προσχήματα. Μιλώ για ένα καθεστώς, το μητσοτακικό καθεστώς που επενδύει ευθέως στην κρατική βία όχι ως αναγκαστικό κατασταλτικό μέσο τελευταίας καταφυγής για την αντιμετώπιση του εγκλήματος σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά ως ιδεολογικό μέσο που εγγυάται την πρόσβαση σε υπερσυντηρητικά στρώματα τα οποία αποτέλεσαν κρίσιμο μέγεθος για την επιστροφή της ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας τον Ιούλιο του 2019. Η καταστολή και η κρατική βία δεν παρουσιάζεται έτσι ως αναγκαστικό κακό αλλά ως πρακτική για την οποία τα στελέχη της ΝΔ έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να επιχαίρουν και να πανηγυρίζουν κραυγάζοντας εντός και εκτός βουλής: «Επιτέλους, Επιτέλους». Και είναι ακριβώς αυτή η μετατόπιση στην αντιμετώπιση της κρατικής βίας που σηματοδοτεί μεταξύ άλλων το πέρασμα σε μια νέα επικίνδυνη ιδεολογική συγκυρία.
𝚨υτή όμως είναι μόνο μια από τις στιγμές της οικοδόμησης του νέου αστυνομικοδικαστικού κράτους. Δυστυχώς, υπάρχουν και άλλες. Αυτά που συντελέστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στη βουλή είναι εξόχως χαρακτηριστικά. Η επιλογή της ΝΔ να δώσει άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά της βουλεύτριας του Μέρα 25, Αγγελικής Αδαμοπούλου, επειδή εξέφρασε τη γνώμη, απολύτως εμπεριστατωμένη δε, ότι στην αστυνομία υπάρχουν θύλακες οι οποίοι λειτουργούν προβοκατόρικα κατά τη διάρκεια λαϊκών κινητοποιήσεων δεν ήταν καθόλου τυχαία. Όπως καθόλου τυχαία δεν ήταν η επιλογή να δοθεί άδεια και για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Παύλου Πολάκη μετά τη δεύτερη και καταχρηστική έγκληση του εκδότη των Παραπολιτικών Γιάννη Κουρτάκη. Αφού λοιπόν οι βουλευτές και Υπουργοί της ΝΔ ζήτησαν δημοσίως συγγνώμη από τον εκδότη για το προηγούμενο ατόπημά τους, να μην υπερψηφίσουν την άρση ασυλίας Πολάκη πριν μερικούς μήνες για την ίδια υπόθεση και για τις ίδιες καταγγελίες μεθόδευσαν νέα ψηφοφορία για να διορθώσουν την ψήφο τους.Με αυτό τον τρόπο η Βουλή όχι μόνο μετατράπηκε σε παρακολούθημα επιχειρηματικών και εκδοτικών συμφερόντων αλλά μπήκε σε λειτουργία και ένα σχέδιο φίμωσης και τρομοκράτησης των βουλευτών ώστε να μην εκφράζουν απόψεις, γνώμες, θέσεις και να μην αναδεικνύουν κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα που ενοχλούν την κυβέρνηση ή δημιουργούν προβλήματα σε εκδοτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα εγκαινιάζοντας έτσι νέα ήθη για τον κοινοβουλευτικό βίο.
𝚯α μπορούσα να συνεχίσω τον κατάλογο των κυβερνητικών πρακτικών που συνιστούν κίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία αναφέροντας τη λίστα Πέτσα, τις παραιτήσεις δημοσιογράφων μετά από ασφυκτικές πιέσεις του Μαξίμου, τα περιστατικά λογοκρισίας σε μεγάλα συγκροτήματα τύπου, τη βιομηχανία απευθείας αναθέσεων, τις προγραφές δημοσίων υπαλλήλων, την καθημερινή πλέον παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων με πρόσχημα την πανδημία, τις συλλήψεις των τριών πολιτών μπροστά από το Μέγαρο Μαξίμου πριν μερικές μέρες επειδή τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν συμβολικά και τηρώντας όλα τα υγειονομικά μέτρα για την αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης αλλά και των εννέα φεμινιστριών την παγκόσμια μέρα κατά της βίας εναντίον γυναικών, την εκκίνηση διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης κατά των επικεφαλής των κομμάτων της Αριστεράς για τις εκδηλώσεις τιμής την ημέρα του Πολυτεχνείου, τις αγριότητες της αστυνομίας στις 6 Δεκέμβρη και πόσα άλλα.
𝚴ομίζω όμως ότι αρκεί και το συμπέρασμα είναι σαφές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ηγείται πλέον ενός συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που έχουν συγκροτήσει ένα υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού, ακραίου κέντρου και άκρας δεξιάς. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αποτελεί ακριβώς το σημείο διαρραφής, το άδειο πρόσωπο επικοινωνιακά σμιλεμένο στο οποίο μπορεί να προβάλλονται οι συγκλίνουσες επιδιώξεις αυτού ακριβώς του μπλοκ δυνάμεων. Έναν Λουδοβίκο του 21ου αιώνα που ενδιαφέρεται απλώς και μόνο για την αναπαραγωγή της εξουσίας του. Και το πρόβλημα εδώ είναι ότι όσο οι πολιτικές του θα παράγουν αδιέξοδα τόσο θα σκληραίνει την στάση του καθεστώτος που έχει οικοδομήσει. Γι’ αυτό και η δημιουργία ενός μαζικού λαϊκού ρεύματος για την ανατροπή του είναι πλέον ζήτημα (και) δημοκρατίας.