image Επίσκεψη στο «Impact Hub Athens» image Δήλωση για τον κ. Μητσοτάκη

Συνέντευξη στην εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ»

Την ερχόμενη βδομάδα είναι τα εγκαίνια της ΔΕΘ, ενώ ο Εμανουέλ Μακρόν επισκέπτεται τη χώρα. Ποιο θα είναι το στίγμα της ομιλίας του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τι προσδοκά η κυβέρνηση από την επίσκεψη του γάλλου προέδρου; 
Πράγματι η ερχόμενη εβδομάδα έχει δύο κεντρικούς πολιτικούς σταθμούς, με πρώτο την επίσκεψη του Προέδρου Μακρόν και δεύτερο την ετήσια ομιλία και παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Με δεδομένο ότι βρισκόμαστε σε μια φάση δυναμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η εμπιστοσύνη έχει αποκατασταθεί και όλοι οι θεμελιώδεις δείκτες –οι παραγωγικοί αλλά και οι δείκτες που σχετίζονται με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων- ανακάμπτουν, το πολιτικό στίγμα δεν μπορεί να είναι άλλο από το σχέδιο αξιοποίησης του θετικού αυτού μομέντουμ. Βρισκόμαστε σε μια φάση όπου θα πρέπει να μπει σε εφαρμογή το πολιτικό σχέδιο της δίκαιης ανάπτυξης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ώστε τα οφέλη να διανεμηθούν με όσο το δυνατό δικαιότερο τρόπο. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε έναν  σοβαρό σχεδιασμό προτεραιοποίησης των επενδυτικών σχεδίων που να αφορά και την βέλτιστη αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων του κράτους, την αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων και την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους. Σε αυτά τα τρία πεδία θα κριθεί η δυνατότητα της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα εκτός κρίσης.

 

Υπάρχουν επαρκή δεδομένα στα οποία μπορεί να στηριχθεί ένας τέτοιος προγραμματισμός;
Τα πράγματα δεν είναι τόσο αποσταθεροποιημένα όσο ήθελαν να τα παρουσιάζουν κατά τη δεύτερη αξιολόγηση η αξιωματική αντιπολίτευση και συστημικά ΜΜΕ. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 ήταν θετικό ενώ και τα στοιχεία για το 2ο τρίμηνο επιβεβαίωσαν και με το παραπάνω την αναπτυξιακή τάση. Και θυμηθείτε ότι το 2ο τρίμηνο ήταν η περίοδος πριν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όταν η ΝΔ πλειοδοτούσε σε σενάρια καταστροφής. Από εκεί και πέρα, από τις 15 Ιουνίου, έχουμε μια σειρά θετικών εξελίξεων: Τη συμφωνία για το χρέος -η οποία έχει έναν αρκετά υψηλό βαθμό συγκεκριμενοποίησης των μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν μετά τον Αύγουστο του 2018, την έξοδο στις αγορές, την αναβάθμιση από τους τρεις οίκους αξιολόγησης. Αυτά δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση επαναφοράς σε οικονομική κανονικότητα. Το ζήτημα που ανοίγεται είναι ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί κάποιος την κανονικότητα: Με όρους αναδιανομής, κοινωνικού κράτους και προστασίας των εργασιακών σχέσεων ή προς όφελος της εγχώριας επιχειρηματικής ολιγαρχίας. Αυτά είναι τα δύο πολιτικά σχέδια που συγκρούονται και θα εκφραστούν στη ΔΕΘ.

 

Η κριτική που ασκείται από μερίδα της αντιπολίτευσης είναι ότι οι βελτιώσεις των δεικτών δεν καταγράφονται στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Είναι αλήθεια;
Δεν αρνούμαι το γεγονός ότι πολλοί περνούν δύσκολα. Δεν αρνηθήκαμε ποτέ πως εφαρμόζουμε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής το οποίο προστέθηκε στα προηγούμενα, πολύ πιο σκληρά, που εφαρμόστηκαν μέχρι και το 2014. Ωστόσο δεν είναι ακριβές ότι η θετική πορεία των δεικτών δεν έχει αντανάκλαση στην πραγματική ζωή. Για παράδειγμα η μείωση της ανεργίας κατά 6% σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας πέρασαν από το περιθώριο της ανεργίας στην κανονική ζωή της εργασίας. Η ανοδική πορεία   του δείκτη της ιδιωτικής κατανάλωσης σημαίνει ότι έστω και περιορισμένα, το διαθέσιμο εισοδημα των νοικοκυριών αυξάνεται κ.ο.κ. Θέλω να πω πως οι δείκτες δεν είναι πάντα χωρίς αντίκρισμα. Αν και μένουν λοιπόν πολλά να γίνουν, το πολιτικό ερώτημα παραμένει: Ποια πολιτική δύναμη μπορεί να εγγυηθεί -και κατά την περίοδο της οικονομικής ανάκαμψης- τη βελτίωση της θέσης των πολλών. Η σημερινή κυβέρνηση ή η Νέα Δημοκρατία με ένα σκληρό πρόγραμμα περικοπών και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας;

 

Πώς κρίνετε τη στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Η Νέα Δημοκρατία επένδυσε τρεις φορές στη στρατηγική της αριστερής παρένθεσης: Τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι το κλείσιμο της συμφωνίας, κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης και κατά τη διάρκεια της δεύτερης . Το βασικό τους αφήγημα ήταν ότι η κυβέρνηση οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή. Και τις τρεις φορές αυτή η στρατηγική διαψεύστηκε. Αυτή τη στιγμή η γνώμη μου είναι ότι η αντιπολιτευτική τακτική της Νέας Δημοκρατίας είναι μυωπική. Έχει έντονα ακροδεξιά στοιχεία, επιδιώκει την πόλωση ενίοτε και ανευ αντικειμένου και μετατρέπει μια σειρά ήσσονος σημασίας ζητήματα σε υψηλών τόνων αντιπαραθέσεις.

 

Όμως τώρα ασκείται κριτική σε αυτή τη γραμμή. Διαφαίνεται να χαράσσεται μια νέα στρατηγική;
Είδα και εγώ δημοσιεύματα σε μερίδα του συντηρητικού Τύπου η οποία δεν συμμερίζεται τις εξαλλοσύνες της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας και ασκεί έντονη κριτική στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Νομίζω πάντως πως τα αίτια της επιλογής αυτής της στρατηγικής είναι βαθύτερα και επομένως δεν πιστεύω ότι θα δούμε μεταστροφή. Το παλιό  πολιτικό  και οικονομικό σύστημα εξουσίας και διαπλοκής δεν μπορεί να αποδεχθεί και να λειτουργήσει με όρους κανονικότητας απέναντι στην σημερινή κυβέρνηση ενώ και το πολιτικό προσωπικό που απαρτίζει την ηγετική ομάδα της ΝΔ δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή τη μεταστροφή που επιθυμούν κάποιοι ευφυείς συντηρητικοί. Στην ηγεσία της  ΝΔ βρίσκεται σήμερα μια συμμαχία ακροδεξιών και νεοφιλελεύεθρων και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.

 

Πράγματι το καλοκαίρι η ΝΔ προσπάθησε να διαμορφώσει ατζέντα. Τελευταίο παράδειγμα το αντικομμουνιστικό μένος απέναντι στην απόφαση να μην συμμετέχει η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, σε εκδήλωση στην Εσθονία, με τέτοιο περιεχόμενο. 
Το καλοκαίρι έγινε εμφανές ότι ο ένας πόλος του πολιτικού συστήματος μετατοπίζεται διαρκώς προς το δεξιό άκρο του φάσματος. Και αυτό είναι κακή υπηρεσία στην πολιτική ζωή και τη δημόσια συζήτηση. Στην περίπτωση του Ταλίν, η Νέα Δημοκρατία εμφανίστηκε πιο ακροδεξιά από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη έχει κατά καιρούς παίξει ρόλο στα πολιτικά πράγματα στη χώρα αν εξαιρέσουμε τη Χρυσή Αυγή. Αλλά το γεγονός ότι έχουμε φτάσει να συγκρίνουμε τη ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή είναι μια εξαιρετικά προβληματική εξέλιξη.
Ο αντικομμουνισμός πάντως στη δυτική Ευρώπη έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον αντικομμουνισμό στις βαλτικές χώρες. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κατέστη κυρίαρχη στα φιλελεύθερα συστήματα σκέψης και θεωρητικής παραγωγής της δύσης η ταύτιση με τον ολοκληρωτισμό οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας δεν περιορίζεται στα στενά όρια  του υπάρχοντος συστήματος. Αυτή η τάση των φιλελεύθερων έχει να κάνει με την αδυναμία τους να σκεφτούν οποιαδήποτε εναλλακτική δημοκρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής. Εμείς πάντα σκεφτόμασταν και πέρα των ορίων της σημερινής κατάστασης πραγμάτων και δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ποτέ και για κανέναν λόγο την ταύτιση του κομμουνισμού με τη ναζιστική τερατωδία. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να μην πάμε στο Ταλίν.

 

Σε λίγες εβδομάδες θα ξεκινήσει η τρίτη αξιολόγηση, με ορίζοντα την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Ποια η εκτίμηση για την πορεία της διαπραγμάτευσης; 
Το 2017 δεν υπάρχει καμία  αμφιβολία ότι όχι μόνο θα επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος αλλά και ότι θα έχουμε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη υπεραπόδοση. Σε αυτό το θετικό φόντο ξεκινά λοιπόν σε λίγο καιρό η τρίτη αξιολόγηση. Ωστόσο με δεδομένο, όπως έχει πει και ο Νίκος Βούτσης, ότι κάποιοι από τους δανειστές έχουν την τάση να μηδενίζουν το κοντέρ και να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη των διαπραγματεύσεων ζητήματα που θεωρούνται κλειστά, δεν μπορεί κανείς να προεξοφλήσει ποια θα είναι η στάση τους. Ως προς τους Ευρωπαίους είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν θα υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Από εκεί και πέρα εξαρτάται από το ΔΝΤ και από το πόσο εποικοδομητικό θα είναι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το αν θα καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε σύντομα την τρίτη αξιολόγηση, κάτι που αποτελεί στόχο της κυβέρνησης και διακηρυγμένο στόχο των Ευρωπαίων έτσι ώστε να περάσουμε πια στην τελική φάση υλοποίησης του προγράμματος και τον Αύγουστο του 2018 να βγούμε από τη φάση της σκληρής επιτροπείας και των μνημονίων. Εν κατακλείδι, νομίζω ότι υπάρχουν οι πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις να συμβεί αυτό αρκεί όλες οι πλευρές να μην τραβήξουν το σκοινί περισσότερο από όσο πρέπει.

 

Πάντως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αμφισβήτησε δημόσια τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την πορεία των ελληνικών τραπεζών. Αυτό δείχνει μια απομάκρυνση; 
Το ΔΝΤ συνηθίζει στις εκθέσεις του, όχι μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, να κάνει εξαιρετικά απαισιόδοξες και υπερβολικά αρνητικές εκτιμήσεις. Ήταν λοιπόν σχεδόν αναμενόμενο ότι η ΕΚΤ θα αντιδρούσε στις ακραίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ και θα αποκαθιστούσε την πραγματικότητα. Όμως είναι ακριβώς αυτή η στάση του ΔΝΤ που μας κάνει ως κυβέρνηση να αισθανόμαστε επιφυλακτικοί και συγκρατημένα αισιόδοξοι. Ενώ βλέπουμε πολλές φορές ότι υπάρχουν οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για να προχωρήσουν τα πράγματα, το ΔΝΤ έχει την τάση να δημιουργεί πολιτικές συγκρούσεις εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.

 

Το ζήτημα είναι ότι συχνά βρίσκει το ΔΝΤ ευήκοα ώτα στους Ευρωπαίους… 
Νομίζω πως έχει αρχίσει η Ευρώπη και οι πιο σκληρές δυνάμεις να αναθεωρούν την άποψή τους για το ΔΝΤ. Σας θυμίζω ότι ενώ στην αρχή η Φινλανδία, η Γερμανία και η Ολλανδία έθεταν ως όρο για τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος τη συμμετοχή του ΔΝΤ, οι Φινλανδοί λίγους μήνες πριν κλείσει η αξιολόγηση δήλωσαν με σαφήνεια ότι δεν βάζουν πλέον αυτή την προϋπόθεση. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε, αν αφήσουμε στην άκρη το ελληνικό πρόγραμμα, ότι και οι γερμανοί χριστιανοδημοκράτες και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έχουν κατ’ επανάληψη δηλώσει τους τελευταίους μήνες ότι θα πρέπει να υπάρξει μια αρχιτεκτονική αντιμετώπισης μελλοντικών κρίσεων η οποία δεν θα συμπεριλαμβάνει το ΔΝΤ. Επομένως, ναι μεν ως προς την Ελλάδα –μέχρι τη λήξη της δεύτερης αξιολόγησης- επέμενε η Γερμανία στη συμμέτοχη του ΔΝΤ, από την άλλη κατανοεί πως τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει το Ταμείο στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης είναι δυσανάλογα μεγάλα. Γι’ αυτό και προετοιμάζουν την αποδέσμευση της Ευρώπης από το Ταμείο.

 

Άλλωστε και η Γερμανία δέχεται πιέσεις. Νομπελίστες οικονομολόγοι συνυπέγραψαν κείμενο το οποίο, μεταξύ άλλων, έλεγε πως η Γερμανία θα πρέπει να παραχωρήσει εξουσία ή να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. 
Η Γερμανία μυωπικά επιμένει στη σκληρή δημοσιονομική πολιτική, επιδιώκοντας μια Ευρώπη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της. Φαίνεται σαν να μην μπορεί ή να μη θέλει να κατανοήσει πως είναι ο περιορισμός των κοινωνικών ανισοτήτων, ο παράγοντας που μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για μια νέα αναπτυξιακή πολιτική στην Ευρώπη.

 

Ο πρωθυπουργός είχε απευθυνθεί στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Ισχύει αυτή η πρόσκληση;
Το λογικό θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ και η αριστερά να έχουν ένα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με αυτές τις δυνάμεις. Όμως, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στην Ελλάδα. Οι δυνάμεις που συγκροτούν το Κέντρο, εδώ και πολλά χρόνια έχουν επιλέξει όχι απλά μια στρατηγική σύμπλευσης με τον νεοφιλελευθερισμό αλλά μια σύμπλευση πολιτικού χαρακτήρα με δυνάμεις της δεξιάς. Άρα εδώ έχουμε μια κατάσταση πολύ ιδιαίτερη. Ενώ βλέπουμε ότι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη αρχίζουν και ασκούν κριτική στις ιδεολογικές υποχωρήσεις των προηγούμενων δεκαετιών και στην πολιτική τους πορεία, δηλαδή βλέπουμε μια ριζοσπαστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας στην Πορτογαλία, την Ισπανία, ακόμα και τη Γερμανία, στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΣΥ αλλά και οι υπόλοιπες δυνάμεις του κέντρου  δεν φαίνεται να επηρεάζονται από αυτή τη μετατόπιση. Ο λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι αυτές οι δυνάμεις δεν μπορούν να αποδεχθούν την πολιτική τους ήττα και βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση  ιστορικής δικαίωσης, πράγμα το οποίο τους οδηγεί σε μια πολιτική που αξιολογεί ως σημαντικότερη την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ από το άνοιγμα διαύλων επικοινωνίας και διαλόγου με την Αριστερά.  Το σύνδρομο της ιστορικής δικαίωσης δεν τους επιτρέπει καν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση που γίνεται στην Ευρώπη.

 

Μέσα σε αυτό το δύσκολο πολιτικό κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη πώς μπορεί να βαδίζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; 
Κάθε φορά κάνεις πολιτική με αυτό που έχεις όχι με αυτό που θα επιθυμούσες. Ενώ λοιπόν  υπήρξαν κάποιες τάσεις ανατροπής στη Νότια Ευρώπη  αντίστοιχες με τον ΣΥΡΙΖΑ – μια εξαιρετικά αισιόδοξη πορεία των Ποδέμος, μια ριζοσπαστικοποίηση της πορτογαλικής σοσιαλδημοκρατίας και συγκρότηση κυβέρνησης με την κριτική στήριξη του Μπλόκο και του Κομμουνιστικού Κόμματος – αυτές οι τάσεις δεν επικράτησαν. Όμως η κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη είναι τέτοια που δεν φαίνεται να οδηγεί σε  πολιτική σταθεροποίηση.  Στη Γαλλία οι λόγοι της καταρρευσης του παλιού πολιτικού συστήματος δεν έχουν εκλείψει, η Ισπανία και η Ιταλία βρίσκονται σε μεγάλη πολιτική ρευστότητα. Επομένως σε επίπεδο κυβερνητικό, πράγματι δεν έχουν συντελεστεί τόσο μεγάλες αλλαγές αλλά αν σκάψει κανείς κάτω από την επιφάνεια θα δει μια κοινωνική κινητικότητα η οποία θα μπορούσε να παράξει αποτελέσματα πολύ θετικά για την ευρωπαϊκή αριστερά. Μένει να το δούμε.

 

Κεντρικό πεδίο στη διαπραγμάτευση της τρίτης αξιολόγησης θα είναι τα εργασιακά. Παράλληλα, η κυβέρνηση προσπαθεί αυτά τα δύο χρόνια να αποκαταστήσει εργασιακά δικαιώματα, με τελευταίο το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη βουλή. Ποιες είναι οι στοχεύσεις, με δεδομένη τη στάση της Ευρώπης απέναντι στα κεκτημένα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας; 
Το εργασιακό, κατά τη γνώμη μου, (οφείλει να) είναι ο πυρήνας της πολιτικής μας στρατηγικής και η βασική μας διαχωριστική γραμμή από τη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια, έχουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο λέει ότι η ανταγωνιστικότητα πρέπει να στηριχθεί στη συντριβή της εργασίας και στη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών χαμηλού εργατικού κόστους, περιορισμού των εργατικών δικαιωμάτων, διάλυσης κάθε συνδικαλιστικής δράσης, περιορισμού των κατακτήσεων, πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας. Εδώ έχουμε ένα συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο και ένα συγκροτημένο μοντέλο παραγωγής.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει η δική μας στρατηγική στόχευση – και σε αυτό πρέπει να πω ότι είμαστε σε κυβερνητικό επίπεδο, αρκετά μόνοι μας στην Ευρώπη-  που λέει ότι, η ανάπτυξη για να είναι δίκαιη και να μπορεί να παράγει οφέλη για τους πολλούς δεν μπορεί να στηριχθεί στη συντριβή της εργασίας, αντιθέτως πρέπει να στηριχθεί σε ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλών μισθών, εργατικών δικαιωμάτων, ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και ταυτόχρονα να έχεις μια ανταγωνιστική, άρα αναπτυσσόμενη, οικονομία, στο πλαίσιο της ευρωζώνης; Μόνο αν προσανατολίσεις το σύνολο της οικονομίας σου στην καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Το εντελώς, λοιπόν, διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης που έχουμε υιοθετήσει φαίνεται και στις καθημερινές πρωτοβουλίες που παίρνουμε. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις π.χ. έκλειναν τα μάτια στην υποδηλωμένη και αδήλωτη εργασία, διότι θα έλεγε κανείς ότι οριακά αποδέχονταν αυτή την κατάσταση ως κομμάτι του αναπτυξιακού τους σχεδίου. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση πιστεύει ότι αυτές οι εργοδοτικές πρακτικές όχι μόνο βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα της εργασίας, αλλά είναι και οικονομικά αναποτελεσματικές. Έτσι, έχουμε προσπαθήσει να ανασυγκροτήσουμε το Σώμα Επιθεώρησης της Εργασίας, το οποίο κάνει πλέον εξαιρετική δουλειά. Ακόμα, προχωράμε σε θετικές για τους εργαζόμενους ρυθμίσεις, οι οποίες χρόνιζαν. Αυτές οι κινήσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 θα επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, δηλαδή η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, αλλά και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης  αρχίζουν να συγκροτούν μια δέσμη προστατευτικών ρυθμίσεων για την εργασία, που ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Αυτό πρέπει να συμπληρωθεί και από μια πρωτοβουλία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, όταν θα έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση, που θα δημιουργήσει εντελώς διαφορετικούς όρους.  Με την υποχώρηση του συνδικαλιστικού κινήματος, αυτή τη στιγμή η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας περνά σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτοβουλίες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Μέχρι την ανασυγκρότηση ισχυρών εργατικών σωματείων, η μοναδική δυνατότητα προστασίας των εργαζομένων περνά από την πολιτική εξουσία. Γι’ αυτό είναι πολύ κρίσιμη για τους εργαζόμενους η παραμονή αυτής της κυβέρνησης.